-
1 γλεῦκος
γλεῦκος, ους, τό (Aristot. et al.; Plut.; Lucian, Philops. 39; Galen XII p. 88, 6 K., XIII p. 45, 18 al.; Athen. 1, 31e; GDI 4993; PPetr II, 40, 8 [277 B.C.]; PSI 544, 2; PGrenf II, 24, 12 al.; s. Preis.; Job 32:19; Jos., Ant. 2, 64) [b]sweet new wine (schol. on Nicander, Alexiph. 493 γλεῦκος, ὸ̔ λέγεται ἐν συνηθείᾳ μοῦστος= ‘γλεῦκος, commonly referred to as must’; cp. PStras 1, 7 [V A.D.]) Ac 2:13.—DELG s.v. γλυκύς. M-M. -
2 γλεύκος
-
3 γλεῦκος
-
4 γλεῦκος
A ([place name] Gortyn)), τό, sweet new wine, Arist.Mete. 380b32, Nic.Al. 184, 299, PPetr.3p.149 (iii B. C.), Act.Ap.2.13, Dsc.5.6;οἴνου γλεύκους PGrenf.2.24.12
(ii B. C.), PFlor.65.8 (vi A. D.).2 grape-juice, Gal.6.575.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλεῦκος
-
5 γλεῦκος
-ους + τό N 3 0-0-0-1-0=1 Jb 32,19 -
6 γλυκύς
Grammatical information: adj.Derivatives: γλύκων individualising (Ar. Ek. 985), also PN, with Γλυκώνειος (Heph.); γλυκόεις (Nic.); diminutives: γλυκάδιον `sweetmeat, vinegar' (Choerob.; for the meaning cf. ἦδος = ὄξος), γλυκίδιον (pap.). - γλυκίν(ν)ᾱς m. `cake made with sweet wine' (Seleuk. ap. Ath., Cretan H.). - γλυκύτης (Hdt.). - Denom. γλυκαίνω (Hp.), γλύκυσμα (Lib., Sch.), mit γλύκανσις (Thphr.), γλυκαντικός (S.); γλυκάζω (LXX) etc.; γλυκασία `family-love' ( Sammelb.); γλυκίζω (Pagae, Gp.), γλυκισμός (Callix.); ἐγ-γλύσσω `be sweet' (Hdt. ἔγγλυκυς Dsc.; γλύξις `sweet wine' (Phryn. Com.); γλεῦξις οἶνος ἕψημα \< ἔχων\> H., cf. γλεῦκος. - Also γλυκερός (Od.), f. (with withdrawn accent) Γλυκέρα as PN, with Γλυκέριον. - With geminate: γλυκκόν γλυκύ and γλύκκα ἡ γλυκύτης H. - Plant name γλύκη βοτάνη τις ἐδώδιμος H. and (strange) γλυκυμή = γλυκύρριζα (Hp. ap. Gal.), cf. Strömberg Pflanzennamen 63. - γλεῦκος n. `sweet wine' (Arist.), γλεύκινος (Dsc.), γλευκίτης ( οἶνος) = γλεῦκος (Arist.-Komm.); γλευκήσας `stunned by γ.' (H.); also γλεύκη = γλυκύτης (Sch.) and γλεῦξις, s. γλύξις above.Etymology: If to Lat. dulcis, with γλ- \< δλ-. But the υ is also unexpected. The Mycenaean form seems to confirm the idea.- On arm. k` aɫcr `sweet' s. on ἡδύς. - Full grade γλεῦκος seems a late innovation (after the many neutral σ-stems) but ἀγλευκής (Epich.) seems old.Page in Frisk: 1,314-315Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γλυκύς
-
7 γλεύκει
γλεύ̱κει, γλεῦκοςsweet new wine: neut nom /voc /acc dual (attic epic)γλεύ̱κεϊ, γλεῦκοςsweet new wine: neut dat sg (epic ionic)γλεύ̱κει, γλεῦκοςsweet new wine: neut dat sgγλευκάωoversweetened: pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic)γλευκάωoversweetened: imperf ind act 3rd sg (attic epic ionic) -
8 γλεύκεος
γλεύ̱κεος, γλεῦκοςsweet new wine: neut gen sg (epic doric ionic aeolic) -
9 γλεύκους
γλεύ̱κους, γλεῦκοςsweet new wine: neut gen sg (attic epic doric) -
10 γλεύκινος
A made with γλεῦκος as a vehicle, μύρον, a special kind of confection or oil, Dsc.1.57, Androm. ap.Gal.13.1039, Aët.12.55; also γ. ἔλαιον Colum.12.53, Plin.HN23.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλεύκινος
-
11 γλευκίτης
A = γλεῦκος 1.1, Olymp.in Mete.311.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλευκίτης
-
12 δεῦκος
-
13 καταβάπτω
II dye, colour,πρόσωπον ἐρυθήματι Eun.Hist.p.267
D.; Χρυσόν produce it by dyeing, Ps.Democr Alch.p.45 B.:—in [voice] Pass., Luc.Im.16: Medic., οὖρον καταβεβαμμένον deep-coloured, Pall.Febr.15;ἀπὸ αἵματος -ομένου τοῦ οὔρου Gal.19.604
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταβάπτω
-
14 μελιτόν
μελιτόν· κηρίον, ἢ τὸ ἑφθὸν γλεῦκος, Hsch.;A v. μέλι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελιτόν
-
15 νεοθλιβής
νεο-θλῐβής, ές, = sq.,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεοθλιβής
-
16 νεόθλιπτος
νεό-θλιπτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > νεόθλιπτος
-
17 παραμονή
παρα-μονή, ἡ,A obligation to continue in service, of a slave whose manumission is deferred, SIG2863 (Delph.), etc.;ἐγγύους παρά τινος λαμβάνειν παραμονῆς PHal.1.48
(iii B. C.), cf. PHib.1.41.5 (iii B. C.).2 endurance, constancy, Iamb.Protr.[2].3 keeping,οἶνος πρὸς παραμονὴν ἐπιτήδειος Ath.1.30e
;γλεῦκος εἰς π. χρήσιμον Gp.6.16.3
;εἰς πλείονα π. χρωμάτων Dsc.5.159
.4 διὰ τὴν τοῦ βρέφους παραμονήν to make room for the foetus, Alex.Aphr.Pr.1.125.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραμονή
-
18 πολύγλευκος
πολῠ-γλευκος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολύγλευκος
-
19 σύφαξ
-
20 ἀγλευκής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγλευκής
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γλεῦκος — sweet new wine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλεύκος — το (AM γλεῡκος) ο μούστος, το νέο κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση μσν. ποτό που δεν κατασκευάζεται από σταφύλια·|| αρχ. 1. ο χυμός τού σταφυλιού 2. η ορμή («τῆς ἡλικίας τὸ γλεῦκος») 3. η γλυκύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με απαθή βαθμίδα… … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
πολύγλευκος — ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολύ γλεύκος, πολύ μούστο 2. αυτός που αποδίδει πολύ μούστο («οὐδέ πολυγλεύκου γειομόρος [εἰμί] βότρυος», Απολλωνίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γλεῦκος, τὸ, «μούστος» (πρβλ. αει γλεύκος)] … Dictionary of Greek
μπίρα — Αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση βύνης (κριθαριού που πέταξε βλαστό), αρωματισμένης με λυκίσκο. Η μ. και τα ανάλογα ποτά που προέρχονται από τη ζύμωση άλλων δημητριακών είναι από τα πιο αρχαία και τα πιο διαδεδομένα. Τη χρησιμοποιούσαν … Dictionary of Greek
γλεύκει — γλεύ̱κει , γλεῦκος sweet new wine neut nom/voc/acc dual (attic epic) γλεύ̱κεϊ , γλεῦκος sweet new wine neut dat sg (epic ionic) γλεύ̱κει , γλεῦκος sweet new wine neut dat sg γλευκάω oversweetened pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic) γλευκάω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλευκοπότης — ο αυτός που πίνει γλεύκος, μούστο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλεύκος + πότης < πότης < πίνω (πρβλ. οινοπότης, συμπότης)] … Dictionary of Greek
γλεύκινος — γλεύκινος, η, ον (Α) [γλεύκος] 1. ο παρασκευασμένος από γλεύκος («γλεύκινον μύρον») 2. (για κρασί) αυτό που δεν έχει υποστεί ακόμη ζύμωση 3. το ουδ. ως ουσ. είδος αλοιφής … Dictionary of Greek
κάροινον — και κάρυνον και καρύϊνον, τὸ (Α) 1. βρασμένο γλεύκος, πετιμέζι 2. φρ. «καρύϊνα δοκίμια» τα δοχεία στα οποία φύλαγαν το βρασμένο γλεύκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύϊνον. Πρόκειται για το ουδ. τού επιθ. καρύϊνος (< κάρυον) που συνδέθηκε παρετυμολ. με το … Dictionary of Greek
Deucalion — For other uses, see Deucalion (disambiguation). Deucalion from Promptuarii Iconum Insigniorum In Greek mythology Deucalion (pronounced /dj … Wikipedia
Glucosa — Moléculas de D y L glucosa Nombre IUPAC * 6 (hidroximetil) hexano 2,3,4,5 tetrol * (2R,3R,4S,5R,6R) 6 (hidroximetil) tetrahidro 2H pirano 2,3,4,5 tetraol Otros nombres Dextrosa … Wikipedia Español