-
1 γλεῦκος
γλεῦκος, τό, Most, ungegohrner od. eingekochter, süßer Wein, Nic. Al. 184. 299 u. a. Sp. Nach VLL. τὸ ἀπὸ τῆς ληνοῦ ἀπόσταγμα, αὐτομάτως καταῤῥέον ἀπὸ τῆς σταφυλῆς· ἔστι δὲ τοῦτο γλυκύτατον.
-
2 γλεῦκος
γλεῦκος, Most, ungegohrner od. eingekochter, süßer Wein -
3 πολύ-γλευκος
πολύ-γλευκος (s. γλεῦκος), von oder mit vielem Moste, βότρυς, Apollnds. 5 (VI, 238).
-
4 ἀ-γλευκής
ἀ-γλευκής, ές (γλεῦκος, nach Suid. sicilisch), nicht süß, herbe; soll nach Suid. bei Xen. Oec. gestanden haben, wo es Zeune, 8, 3 u. 4, für ἀτερπές u. ἀκλεέστατον em., vgl. ἀγλυκής. Als seltenes Wort Luc. Lex. 6, οἶνος. Hermogen. nennt so den Stil des Thucydides. Bei Nic. Al. 171 ist ἀγλευκῆ ϑάλασσαν richtigere Lesart für ἀγλεύκην ϑάλασσαν, von ἄ-γλευκος.
-
5 πολυ-δευκής
πολυ-δευκής, ές, v. l. Od. 19, 521 für πολυ-ηχής, wie Ael. H. A. 5, 38 bemerkt; es soll nach einigen Erklärern von δεῠκος = γλεῦκος herkommen und »sehr süß« bedeuten; nach Andern von einem ungebräuchlichen δευκής, das die Gramm. bald durch ἐοικώς, ὅμοιος, bald durch λαμπρός erkl. Vgl. Nic. Ther. 209. 625.
-
6 σύφαξ
σύφαξ, ὁ, = γλεῦκος.
-
7 σίραιον
-
8 γλυκύς
γλυκύς, εῖα, ύ (verwandt γλεῦκος, δεῦκος, dulcis, Ahrens Dial. Aeol. p. 73), süß, angenehm von Gcschmack; häufig übertr., angenehm, lieblich; Hom. νέκταρ Iliad. 1, 598, ὕπνος Odyss. 2, 395, ἵμερος Iliad. 3, 139, αἰών Odyss. 5, 152; comparativ. τοῦ καὶ ἀπὸ γλώσσης μέλιτος γλυκίων ῥέεν αὐδή Iliad. 1, 249, τοῖσι δ' ἄφαρ πόλεμος γλυκίων γένετ' ἠὲ νέεσϑαι ἐς πατρίδα γαῖαν 2, 453, ἃς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίγνεται Odyss. 9, 34. – Aesch. Ag. 1148 γλυκὺν αἰῶνα; Ggstz πικρός Soph. Ai. 966; φρήν, καρπὸς φρενός, Pind. P. 6, 52 Ol. 7, 12; ϑυμός Anacr. 55, 13. Von Menschen gew. im guten Sinne, lieblich, freundlich, Soph. O. C. 106; in schmeichelnden Anreden ὦ γλυκύτατε Ar. Ach. 443 u. öfter; Plat. Hipparch. 227 d; doch auch tadelnd, einfältig, Hipp. mai. 288 b; – ὁ γλυκύς, sc. οἶνος, vinum passum, Hippocr. Arist. Probl. 21, 19; auch τὸ γλυκύ, Theophr.; vgl. γλύκος. – Compar. γλυκίων, γλύκιστος, Ael. H. A. 12, 46; gew. γλυκύτερος, schon Pind. Ol. 1, 19. 109; bei Att.; γλύσσων Xenophan. (E. M.); γλυκιότερος, s. γλύκιος.
-
9 γλύκος
γλύκος, τό, = γλεῦκος; so u. γλύκεος, γλύκει schreibt Schneider Nic. Al. 386. 179. 205. 367. 142, für γλυκύ, γλυκέος, γλυκεῖ.
-
10 γλύξις
-
11 μελιτόν
-
12 δεῦκος
δεῦκος, τό, = γλεῠκος, Schol. Ap. Rh. 1, 1037.
-
13 αὐλητήριον
αὐλητήριον, γλεῠκος, wahrscheinlich s. L., von ungewisser Bdtg, Plut. adv. Col. 6.
-
14 πολύγλευκος
См. также в других словарях:
γλεῦκος — sweet new wine neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλεύκος — το (AM γλεῡκος) ο μούστος, το νέο κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση μσν. ποτό που δεν κατασκευάζεται από σταφύλια·|| αρχ. 1. ο χυμός τού σταφυλιού 2. η ορμή («τῆς ἡλικίας τὸ γλεῦκος») 3. η γλυκύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με απαθή βαθμίδα… … Dictionary of Greek
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
πολύγλευκος — ον, Α 1. αυτός που περιέχει πολύ γλεύκος, πολύ μούστο 2. αυτός που αποδίδει πολύ μούστο («οὐδέ πολυγλεύκου γειομόρος [εἰμί] βότρυος», Απολλωνίδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + γλεῦκος, τὸ, «μούστος» (πρβλ. αει γλεύκος)] … Dictionary of Greek
μπίρα — Αλκοολούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση βύνης (κριθαριού που πέταξε βλαστό), αρωματισμένης με λυκίσκο. Η μ. και τα ανάλογα ποτά που προέρχονται από τη ζύμωση άλλων δημητριακών είναι από τα πιο αρχαία και τα πιο διαδεδομένα. Τη χρησιμοποιούσαν … Dictionary of Greek
γλεύκει — γλεύ̱κει , γλεῦκος sweet new wine neut nom/voc/acc dual (attic epic) γλεύ̱κεϊ , γλεῦκος sweet new wine neut dat sg (epic ionic) γλεύ̱κει , γλεῦκος sweet new wine neut dat sg γλευκάω oversweetened pres imperat act 2nd sg (attic epic ionic) γλευκάω … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλευκοπότης — ο αυτός που πίνει γλεύκος, μούστο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλεύκος + πότης < πότης < πίνω (πρβλ. οινοπότης, συμπότης)] … Dictionary of Greek
γλεύκινος — γλεύκινος, η, ον (Α) [γλεύκος] 1. ο παρασκευασμένος από γλεύκος («γλεύκινον μύρον») 2. (για κρασί) αυτό που δεν έχει υποστεί ακόμη ζύμωση 3. το ουδ. ως ουσ. είδος αλοιφής … Dictionary of Greek
κάροινον — και κάρυνον και καρύϊνον, τὸ (Α) 1. βρασμένο γλεύκος, πετιμέζι 2. φρ. «καρύϊνα δοκίμια» τα δοχεία στα οποία φύλαγαν το βρασμένο γλεύκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρύϊνον. Πρόκειται για το ουδ. τού επιθ. καρύϊνος (< κάρυον) που συνδέθηκε παρετυμολ. με το … Dictionary of Greek
Deucalion — For other uses, see Deucalion (disambiguation). Deucalion from Promptuarii Iconum Insigniorum In Greek mythology Deucalion (pronounced /dj … Wikipedia
Glucosa — Moléculas de D y L glucosa Nombre IUPAC * 6 (hidroximetil) hexano 2,3,4,5 tetrol * (2R,3R,4S,5R,6R) 6 (hidroximetil) tetrahidro 2H pirano 2,3,4,5 tetraol Otros nombres Dextrosa … Wikipedia Español