Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

γλαύκου

См. также в других словарях:

  • γλαυκοῦ — γλαυκός gleaming masc/neut gen sg γλαυκόω dye blue grey pres imperat mp 2nd sg γλαυκόω dye blue grey imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γλαύκου — Γλαύκος masc gen sg Γλαύ̱κου , Γλαῦκος fish of grey colour masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαύκου — γλαῦκος fish of grey colour masc gen sg γλαυκόω dye blue grey pres imperat act 2nd sg γλαυκόω dye blue grey imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλαύκος — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… …   Dictionary of Greek

  • Alexandros (Satyrspieldichter) — Alexandros, Sohn des Glaukos, von Tanagra (Ἀλέξανδρος Γλαύκου Ταναγραῖος) war ein griechischer Dichter von Satyrspielen. Er wird auf einer Inschrift von Tanagra als Sieger bei den Serapis Festspielen genannt. Literatur Albrecht Dieterich:… …   Deutsch Wikipedia

  • GLAUCUS — I. GLAUCUS Antenoris Troiani fil. ab Agamemnone interfectus, Dictys Cretensis. II. GLAUCUS Carystius, pugil es Euboea, qui ex aratro in Olympia productus saepe vicit. III. GLAUCUS Chius, primus ferri glutinum invenit. Eutropius, Euseb. Chron.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αγριόδεντρο — Κοινή ονομασία του φυτού γλαύκιο το ξανθό της οικογένειας των παπαβεριδών. Είναι διετής πόα, λεία, ύψους 30 70 εκ., με φύλλα γλαυκού χρώματος και άνθη μεγάλα, χρυσοκίτρινα. Ο καρπός της είναι κάψα, λεία, στενή και μακριά. Είναι αυτοφυής σε εδάφη… …   Dictionary of Greek

  • γλαυκός — I Ονομασία διαφόρων ποταμών της αρχαιότητας. 1. Ποταμός της Αχαΐας, που πήγαζε από τις πλαγιές του Παναχαϊκού και εξέρεε στα νότια της Πάτρας. Ταυτίζεται με τον ομώνυμο σημερινό ποταμό, τον γνωστό και με την ονομασία Λέκας. 2. Μικρός ποταμός της… …   Dictionary of Greek

  • γλαυκότητα — η (Α γλαυκότης) [γλαυκός] η ιδιότητα τού γλαυκού χρώματος …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Αλκιμένης — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του Γλαύκου, αδελφός του Βελλερεφόντη, τον οποίο σκότωσε κατά λάθος στο Άργος. 2. Γιος του Ιάσονα και της Μήδειας, δίδυμος αδελφός του Θεσσαλού. Μαζί με τον μικρότερο αδελφό του Τίσανδρο σκοτώθηκε …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»