-
1 γλαυκωδης
-
2 γλαυκόχρους
См. также в других словарях:
γλαυκώδης — ες (Α γλαυκώδης, ες) νεοελλ. αυτός που έχει χρώμα γλαυκό ή προς το γλαυκό αρχ. φρ. «οἱ γλαυκώδεις τῶν ὀρνίθων» πτηνά τα οποία ανήκουν στην ίδια οικογένεια με τη γλαύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυξ, με την αρχαία σημ. και < γλαυκός, με τη νεοελλ. σημ.] … Dictionary of Greek
γλαυκώδεις — γλαυκώδης of the owl kind masc/fem acc pl γλαυκώδης of the owl kind masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek