Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

γλαυκώδης

См. также в других словарях:

  • γλαυκώδης — ες (Α γλαυκώδης, ες) νεοελλ. αυτός που έχει χρώμα γλαυκό ή προς το γλαυκό αρχ. φρ. «οἱ γλαυκώδεις τῶν ὀρνίθων» πτηνά τα οποία ανήκουν στην ίδια οικογένεια με τη γλαύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυξ, με την αρχαία σημ. και < γλαυκός, με τη νεοελλ. σημ.] …   Dictionary of Greek

  • γλαυκώδεις — γλαυκώδης of the owl kind masc/fem acc pl γλαυκώδης of the owl kind masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»