-
1 γλίσχρ'
γλίσχρα, γλίσχροςsticky: neut nom /voc /acc plγλίσχρε, γλίσχροςsticky: masc voc sgγλίσχραι, γλίσχροςsticky: fem nom /voc plγλίσχρᾱͅ, γλίσχροςsticky: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 γλισχρ-αντι-λογ-εξ-επί-τριπτος
γλισχρ-αντι-λογ-εξ-επί-τριπτος, kom. Wort Ar. Nubb. 1004; Schol. ἐπὶ γραμματίου γλίσχρου καὶ ἀντιλογίαν ἔχοντος καὶ ἐπιτρίπτου; Wolf: wer wider den Gegner im Bettelhallunkenprocesse ficht; Voß: ein Rechtsfächlein zähabkatzbalgendes Handels.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > γλισχρ-αντι-λογ-εξ-επί-τριπτος
-
3 γλισχρ-ώδης
γλισχρ-ώδης, ες, von zäher, klebriger Art, Hippocr.
-
4 γλισχραίνομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλισχραίνομαι
-
5 γλισχραντιλογεξεπίτριπτος
A hair-splitting-pettifogging-barefaced-knavish.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλισχραντιλογεξεπίτριπτος
-
6 γλίσχρασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλίσχρασμα
-
7 γλισχρεύομαι
A to be close, stingy, M.Ant.5.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλισχρεύομαι
-
8 γλισχρία
γλισχρ-ία, ἡ,A = γλισχρότης, stinginess, Sch.Ar. Pax 193 (but expld. by ἀτυχία).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γλισχρία
-
9 γλισχραντιλογεξεπίτριπτος
γλισχρ-αντι-λογ-εξ-επί-τριπτος, kom. Wort; wer wider den Gegner im Bettelhallunkenprozesse ficht; ein Rechtsfächlein zähabkatzbalgendes HandelsWörterbuch altgriechisch-deutsch > γλισχραντιλογεξεπίτριπτος
-
10 γλισχρώδης
γλισχρ-ώδης, von zäher, klebriger Art -
11 γλισχραντιλογεξεπιτριπτος
См. также в других словарях:
γλίσχρ' — γλίσχρα , γλίσχρος sticky neut nom/voc/acc pl γλίσχρε , γλίσχρος sticky masc voc sg γλίσχραι , γλίσχρος sticky fem nom/voc pl γλίσχρᾱͅ , γλίσχρος sticky fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήλων — ο (ΑΜ κήλων, ωνος) επιβήτορας ίππος ή όνος αρχ. 1. μακρύ ξύλινο δοκάρι με το οποίο ανασύρεται ο κάδος με το νερό από τα φρέατα, κν. γεράνι 2. προσωνυμία τού Πανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παρ. σε ων / ωνος (πρβλ. γάστρ ων, γλίσχρ ων), που… … Dictionary of Greek
πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek