Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
γλίσχρ
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
γλίσχρ' — γλίσχρα , γλίσχρος sticky neut nom/voc/acc pl γλίσχρε , γλίσχρος sticky masc voc sg γλίσχραι , γλίσχρος sticky fem nom/voc pl γλίσχρᾱͅ , γλίσχρος sticky fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κήλων — ο (ΑΜ κήλων, ωνος) επιβήτορας ίππος ή όνος αρχ. 1. μακρύ ξύλινο δοκάρι με το οποίο ανασύρεται ο κάδος με το νερό από τα φρέατα, κν. γεράνι 2. προσωνυμία τού Πανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μετονοματικό παρ. σε ων / ωνος (πρβλ. γάστρ ων, γλίσχρ ων), που… … Dictionary of Greek
πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek