Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γιγγλισμός

См. также в других словарях:

  • γιγγλισμός — γιγγλισμός, ο (Α) 1. το γαργάλημα 2. το φίλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός μεταπλασμός του κιχλισμός πιθανώς με επίδραση τού γίγγρος} …   Dictionary of Greek

  • γιγγλισμός — tickling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγγλισμοῖς — γιγγλισμός tickling masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γιγγλισμόν — γιγγλισμός tickling masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»