-
1 γιγγλισμός
γιγγλισμόςtickling: masc nom sg -
2 γιγγλισμός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γιγγλισμός
-
3 γιγγλισμός
Grammatical information: m.Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]Page in Frisk: 1,306Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γιγγλισμός
-
4 γιγγλισμόν
γιγγλισμόςtickling: masc acc sg -
5 γιγγλισμοίς
-
6 γιγγλισμοῖς
См. также в других словарях:
γιγγλισμός — γιγγλισμός, ο (Α) 1. το γαργάλημα 2. το φίλημα. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός μεταπλασμός του κιχλισμός πιθανώς με επίδραση τού γίγγρος} … Dictionary of Greek
γιγγλισμός — tickling masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγγλισμοῖς — γιγγλισμός tickling masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γιγγλισμόν — γιγγλισμός tickling masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)