-
41 отложной
επ.: отложной воротник αναδιπλωνόμενος γιακάς (αντών. του ορθός). -
42 пришивной
επ.συρραμμένος, ραμμένος, ρα-φτός•пришивной воротник ραφτός γιακάς (μη κουμπωτός).
-
43 прямой
επ., βρ: прям, пряма, прямо.1. ευθύς, ίσιος•-ая линия ευθεία γραμμή•
-ая дорога ίσιος δρόμος•
прямой нос ίσια μύτη•
-ые волосы ίσια μαλλιά.
2. άμεσος•говорить по -мому проводу μιλώ απ ευθείας με το τηλέφωνο•
-ые выборы άμεσες εκλογές•
прямой налог άμεσος φόρος.
3. ειλικρινής, ακραιφνής, φιλαλήθης.4. φανερός, ολοφάνερος, κατάφωρος•прямой вызов φανερή πρόκληση•
прямой обман ολοφάνερη απάτη.
|| πραγματικός, γνήσιος, αληθινός. || καθαρός•-ая польза καθαρό όφελος•
-ая выгода καθαρό κέρδος•
прямой убыток καθαρή ζημιά (έλλειμμα).
5. ουσ. -ая θ. (μαθ.) η ευθεία (γραμμή).εκφρ.- ая пропорциональность – (μαθ.) ευθεία αναλογία•прямой ворот – ίσιος (ορθός) γιακάς•прямой выстрел – ευθυτενής βολή•- ое дополнение – (γραμμ.) άμεσο αντικείμενο•-ая дорога- путь – σύντομος δρόμος (επιτυχίας, σκοπού κ.τ.τ.)• -ая кишка το απευθυσμένο ή ορθό έντερο•- ая линия родства – οι κατιόντες συγγενείς•- ое попадание – ευθυβολία, ευστοχία•- ая речь – (γραμμ.) ο ευθύς λόγος•угол – ορθή γωνία•в -ом смысле слова – στην κυριολεξία. -
44 стойка
стойка 1-и, γεν. πλθ. стоек, δοτ. стойкам θ.1. στάση προσοχής.2. στήριξη, στήσιμο•-на руках στήριξη με τα χέρια στο έδαφος(κ. τα πόδια άνω).
3. στάση, σταμάτημα (των σκύλων κοντά στο θήραμα).εκφρ.стойка смирно – βλ. 1 σημ.стойка 2-и, γεν. πλθ. стоек, δοτ. стойкам, θ.1. ορθοστάτης.2. τραπέζι στενόμακρο. || το τραπέζι (μπάγκος) μαγαζιού.3. γιακάς όρθιος. -
45 стоячий
-ая, -ееεπ.1. ορθός, όρθιος, ορθωμένος•стоячий воротник ορθός γιακάς•
в -ем положении σε όρθια στάση.
2. στάσιμος, στεκούμενος, λιμνάζων. || ακίνητος•стоячий воздух ακίνητος αέρας, άπνοια.
-
46 хомут
-а α.1. λαιμαριά. || μτφ. φορτίο, βάρος.2. (τεχ.) στεφάνι στερέωσης.εκφρ.вешать (себе) на шею хомут – βάζω λο:ιμαριά στο λαιμό μου (δεσμεύω τον εαυτό μου)•воротник стоит -ом – ο γιακάς στέκει σαν λαιμαριά (μη εφαρμοστός). -
47 шаль
шаль 1-и θ.σάλι, μπέρτα, επινώτιο.εκφρ.воротник шалью – μεγάλος, φαρδύς γιακάς.шаль 2-и θ.(παλ. κ. διαλκ.) παραλογισμός, ανοησία, παραξενιά. -
48 шинельный
επ.της χλαίνης•шинельный воротник ο γιακάς της χλαίνης.
ουσ. -ая θ. χώρος ανάρτησης χλαινών. -
49 collar
1) γιακάς2) κολάρο3) λουρί
См. также в других словарях:
γιακάς — ο (λ. τουρκ.), το τμήμα του ρούχου που περιβάλλει το λαιμό: Λερώθηκε ο γιακάς του πουκαμίσου μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γιακάς — ο 1. περιλαίμιο εξωτερικών ανδρικών ή γυναικείων ενδυμάτων, όπως τού φορέματος, τού πουκάμισου, κλπ. 2. το χτύπημα τού αυχένα με την παλάμη, σβερκιά, κατραπακιά 3. φρ. α) «τρώει γιακάδες» τόν καρπαζώνουν, τόν εξευτελίζουν β) «τού τίναξα τον… … Dictionary of Greek
κολάρο — το 1. ο σκληρός γιακάς τών υποκαμίσων 2. πρόσθετος γιακάς σε πουκάμισο 3. μτφ. αφρός μπίρας στο ποτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. collaro. Στην παλαιότερη αλλά και σε μεγάλο μέρος τής σύγχρονης βιβλιογραφίας ο τ. απαντά με την παραδοσιακή του γρφ. κολλ … Dictionary of Greek
εξηλώνω — και ξηλώνω (AM ἐξηλῶ, όω) μσν. νεοελλ. (για ρούχα) κόβω τις ραφές και χωρίζω τα κομμάτια («ξηλώθηκε ό γιακάς») νεοελλ. μτφ. 1. απομακρύνω κάποιον από τη θέση που κατέχει και τόν μειώνω ηθικά 2. φθείρω, χαλώ 3. μέσ. ξηλώνομαι μού αποσπούν χρήματα… … Dictionary of Greek
ντεκολτέ — το άκλ. 1. ως επίθ. έξωμος, γυμνόλαιμος 2. ως ουσ. άνοιγμα στο πάνω, συνήθως, μέρος τού γυναικείου φορέματος μπροστά στο στήθος ή πίσω στην πλάτη («φόρεμα με αποκαλυπτικό ντεκολτέ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. decollete «έξωμος» < γαλλ. decolleter… … Dictionary of Greek
περιστόμιος — ο(ν), ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται γύρω από στόμιο ή από άνοιγμα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το περιστόμιο(ν) α) οτιδήποτε περιβάλλει στόμιο, οπή, άνοιγμα και κυρίως τεχνικό έργο («περιστόμιο φρέατος» στηθαίο πηγαδιού) β) ζωολ. περιοχή που περιβάλλει… … Dictionary of Greek
χαρτογιακάς — ο, Ν ειρων. 1. υπάλληλος δημόσιας υπηρεσίας 2. διανοούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + γιακάς] … Dictionary of Greek
κολάρο — το (λ. ιταλ.), γιακάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολλαριστός — ή, ό κολλαρισμένος: Κολλαριστός γιακάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιλαίμιο — το καθετί που φοριέται γύρω από το λαιμό, γιακάς, γραβάτα, κασκόλ, σάλι, κολάρο: Οριζόντιο περιλαίμιο, το παπιγιόν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)