-
1 γιακάς
ο1) воротник, ворот;ανοιχτός γιακάς — отложной воротник;
σηκώνω το γιακά τού πανωφοριού μου — поднимать воротник пальто;
2) подзатыльник;§ τρώγω γιακάδες — а) получить подзатыльники; — б) получать взбучку;
του τίναξα το γιακά — я ему задал взбучку;
τινάζω το γιακάς μου — не желаю иметь с ним ничего общего
-
2 γιακάς
[якас] ουσ. а. воротник,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γιακάς
-
3 γιακάς
[якас] ουσ α воротник. -
4 ανοιχτός
η, ό1) прям., перен. открытый;τα καταστήματα σήμερα είναι ανοιχτά — сегодня все магазины открыты;
ανοιχτός λογαριασμός — текущий счёт;
2) светлый (о цвете);3) распустившийся (о цветах); 4) незаживший, открытый (о ране); 5) открытый; широкий (о местности);ανοιχτή θάλασσα — открытое море;
6) откровенный, искренний, прямой;7) щедрый; 8) открытый, гостеприимный;ανοιχτό σπίτι — открытый дом;
9) задолжавший;§ ανοιχτός γιακάς — отложной воротничок;
παίζω μ' ανοιχτά χαρτιά — играть в открытую;
μένω με το στόμα ανοιχτό — раскрыть рот от удивления;
ήρθε μ· ανοιχτό κεφάλι — пришёл с раскроенным черепом;
όσο 2χω τα μάτια μου ανοιχτά — пока я жив;
έχει τα μάτια του ανοιχτά — у него ушки на макушке;
τό υπουργείο σήμερα είναι ανοιχτό — в министерстве сегодня приёмный день;
στ' ανοιχτά — в открытом море
-
5 γυριστός
η, ό[ν] 1.1) вращающийся; вращательный; 2) винтовой (о лестнице); 3) повёрнутый; 4) отогнутый, отвёрнутый;γυριστός γιακάς — отложной воротник;
5) согнутый, изогнутый (о предмете);кривой; извилистый (о дороге); 2. (η) мотовило -
6 συμμάζεμα
τό1) собирание, сбор; ' подборка; 2) наведение порядка; уборка; 3) ушивка (одежды);ο γιακάς θέλει λίγο συμμάζεμα — воротник нужно немного сузить;
4) укорачивание, подстрижка (волос);5) налаживание (работы, дела); 6) обуздывание, образумливание;θέλει συμμάζεμα — его надо обуздать, прибрать к рукам;
7) предоставление приюта
См. также в других словарях:
γιακάς — ο (λ. τουρκ.), το τμήμα του ρούχου που περιβάλλει το λαιμό: Λερώθηκε ο γιακάς του πουκαμίσου μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γιακάς — ο 1. περιλαίμιο εξωτερικών ανδρικών ή γυναικείων ενδυμάτων, όπως τού φορέματος, τού πουκάμισου, κλπ. 2. το χτύπημα τού αυχένα με την παλάμη, σβερκιά, κατραπακιά 3. φρ. α) «τρώει γιακάδες» τόν καρπαζώνουν, τόν εξευτελίζουν β) «τού τίναξα τον… … Dictionary of Greek
κολάρο — το 1. ο σκληρός γιακάς τών υποκαμίσων 2. πρόσθετος γιακάς σε πουκάμισο 3. μτφ. αφρός μπίρας στο ποτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. collaro. Στην παλαιότερη αλλά και σε μεγάλο μέρος τής σύγχρονης βιβλιογραφίας ο τ. απαντά με την παραδοσιακή του γρφ. κολλ … Dictionary of Greek
εξηλώνω — και ξηλώνω (AM ἐξηλῶ, όω) μσν. νεοελλ. (για ρούχα) κόβω τις ραφές και χωρίζω τα κομμάτια («ξηλώθηκε ό γιακάς») νεοελλ. μτφ. 1. απομακρύνω κάποιον από τη θέση που κατέχει και τόν μειώνω ηθικά 2. φθείρω, χαλώ 3. μέσ. ξηλώνομαι μού αποσπούν χρήματα… … Dictionary of Greek
ντεκολτέ — το άκλ. 1. ως επίθ. έξωμος, γυμνόλαιμος 2. ως ουσ. άνοιγμα στο πάνω, συνήθως, μέρος τού γυναικείου φορέματος μπροστά στο στήθος ή πίσω στην πλάτη («φόρεμα με αποκαλυπτικό ντεκολτέ»). [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. decollete «έξωμος» < γαλλ. decolleter… … Dictionary of Greek
περιστόμιος — ο(ν), ΝΜΑ 1. αυτός που βρίσκεται γύρω από στόμιο ή από άνοιγμα νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το περιστόμιο(ν) α) οτιδήποτε περιβάλλει στόμιο, οπή, άνοιγμα και κυρίως τεχνικό έργο («περιστόμιο φρέατος» στηθαίο πηγαδιού) β) ζωολ. περιοχή που περιβάλλει… … Dictionary of Greek
χαρτογιακάς — ο, Ν ειρων. 1. υπάλληλος δημόσιας υπηρεσίας 2. διανοούμενος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + γιακάς] … Dictionary of Greek
κολάρο — το (λ. ιταλ.), γιακάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κολλαριστός — ή, ό κολλαρισμένος: Κολλαριστός γιακάς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιλαίμιο — το καθετί που φοριέται γύρω από το λαιμό, γιακάς, γραβάτα, κασκόλ, σάλι, κολάρο: Οριζόντιο περιλαίμιο, το παπιγιόν … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)