Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γηρ-ᾰλέος

См. также в других словарях:

  • -ιμος — κατάλ. επιθέτων τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. μος που σχηματίστηκε με απόσπαση τού ι , από το α σύνθ. λέξεων (λ. χ. κυδι άνειρα > κύδ ιμος). Στη συνέχεια η κατάλ. επεκτάθηκε αναλογικά και σχημάτισε επίθετα σε ιμος, κατά κανόνα,… …   Dictionary of Greek

  • καμπαλέος — καμπαλέος, α, ον (Α) καμπτός, ευλύγιστος, καμπύλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < καμπή + αλέος, πρβλ. γηρ αλέος, πειν αλέος] …   Dictionary of Greek

  • νηφάλιμος — νηφάλιμος, ον (Α) νηφάλιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. νηφ τού νήφω* + επίθημα άλιμος που προήλθε μάλλον από το πρόσφυμα αλ , που απαντά σε επίθ. σε αλέος (πρβλ. γηρ αλέος, δıψ αλέος) και την κατάλ. ιμος (πρβλ. ειδ άλιμος, κυδ άλιμος)] …   Dictionary of Greek

  • νηχαλέος — νηχαλέος, α, ον (Α) αυτός που κολυμπά, που πλέει, ο νηκτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νήχω / νήχομαι «κολυμπώ» + επίθημα αλέος (πρβλ. γηρ αλέος, νηφ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • νουσαλέος — νουσαλέος, α, ον (Α) νοσηρός, νοσώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοῦσος + κατάλ. αλέος (πρβλ. γηρ αλέος, θαρρ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • πενιχραλέος — α, ον, Α πενιχρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πενιχρός + επίθημα αλέος (πρβλ. γηρ αλέος, ισχ αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • πιαλέος — α, ον, Α (ιων. ποιητ., μτγν. τ.) 1. παχύς, ευτραφής, σωματώδης («εἰ δ ἐλάσσεις καὶ πενίην, δώσω πταλέον χίμαρον [=τράγο]» Ανθ. Παλ.) 2. πλούσιος, εύπορος («πιαλέος πόσις», Νίκανδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πῖ αρ «πάχος, λίπος» + επίθημα αλέος (πρβλ. γηρ… …   Dictionary of Greek

  • ρυσαλέος — και ποιητ. τ. ῥυσσαλέος, α, ον, Α (για παραγινωμένο φρούτο) αυτός που έχει ζαρωματιές, σταφιδιασμένος («ὀπώρην ῥυσαλέην», Νικ. Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυσός / ῥυσσός «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» + κατάλ. αλέος (πρβλ. γηρ αλέος, πειν αλέος)] …   Dictionary of Greek

  • ρωμαλέος — α, ο / ῥωμαλέος, α, ον, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που έχει πολλή ρώμη, που είναι γεμάτος δύναμη, ιδίως σωματική, που έχει σφριγηλότητα, εύρωστος, δυνατός («ῥωμαλέος κατὰ χεῑρα», Πλούτ.) αρχ. 1. υγιής 2. ανδρείος, γενναίος 3. (για πράγματα,… …   Dictionary of Greek

  • σημαλέος — Επίκληση του Δία στην αρχαία Αττική. Ο βωμός του Σ. Δ. βρισκόταν σε κορυφή της Πάρνηθας, που φαινόταν από την Ακρόπολη. Από εκεί, οι Πυθαϊστές που βρίσκονταν στην Αθήνα, παρατηρώντας διάφορα «σημάδια», έκαναν προγνωστικά των καιρικών συνθηκών,… …   Dictionary of Greek

  • τρομαλέος — α, ον, Μ περίτρομος, τρομερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρόμος + επίθημα αλέος (πρβλ. γηρ αλέος, ῥωμ αλέος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»