-
1 γηράλιος
γηράλιος, dasselbe, Hesych.?
-
2 γηράλιος
γηραιός u. γηραλέος u. γηράλιος, alt, bejahrt; γηραιὸς τελευτᾶν, im hohen Alter sterben -
3 γηραλέος
γηρ-ᾰλέος, α, ον (also [full] γηράλιος, Hsch., [full] γηράλεῐος, IG12(7).113 (Amorg.)), = foreg., Xenoph.1.18, Pi.P.4.121, A.Pers. 171, Cratin. 126, J.BJ1.2.2; γ. ὀδόντες, ῥυτίδες, Anacr.43.2, AP5.128 (Autom.); σανίς ib.9.242 (Antiphil.);Aἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες γηραλέοι Theoc.14.69
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γηραλέος
-
4 γηραιός
γηραιός u. γηραλέος u. γηράλιος, alt, bejahrt; γηραιὸς τελευτᾶν, im hohen Alter sterben -
5 γηραλέος
γηραιός u. γηραλέος u. γηράλιος, alt, bejahrt; γηραιὸς τελευτᾶν, im hohen Alter sterben
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий