Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

γηροβοσκός

См. также в других словарях:

  • γηροβοσκός — γηροβοσκός, όν (Α) 1. αυτός που τρέφει και περιθάλπει τους γέροντες και (κυρίως) τους γονείς του 2. «γηροβοσκοὶ ἐλπίδες» ελπίδες για φροντίδα στη γεροντική ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γήρας + βοσκός < βόσκω] …   Dictionary of Greek

  • γηροβοσκός — nourishing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηροβοσκόν — γηροβοσκός nourishing masc/fem acc sg γηροβοσκός nourishing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηροτρόφον — γηροβοσκός nourishing masc/fem acc sg γηροβοσκός nourishing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηροβοσκούς — γηροβοσκός nourishing masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηροβοσκώ — γηροβοσκός nourishing masc/fem/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηροτρόφοι — γηροβοσκός nourishing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γηροτρόφος — γηροβοσκός nourishing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοσκός — ο (AM βοσκός) αυτός που βόσκει, που τρέφει κοπάδι ζώων, ο ποιμένας (αρχ. μσν.) αρχηγός, ηγέτης. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. λέξη που προήλθε πιθ. με απόσπαση από προγενέστερα σύνθετα σε βοσκός (< βόσκω), πρβλ. ανθο βοσκός, γηρο βοσκός, λωτο βοσκός, προ… …   Dictionary of Greek

  • γηροβοσκία — γηροβοσκία, η (Α) [γηροβοσκός] το γηροβόσκημα …   Dictionary of Greek

  • γηροβοσκείον — γηροβοσκεῑον, το (AM) [γηροβοσκός] το γηροβόσκημα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»