-
1 γηράσκω
γηράσκω u. γηράω, altern, altersschwach werden; von Hom. an überall. Hom. γηράσκει Odyss. 7, 120, von der reisenden Birne, γηράσκωσι φῦλ' ἀνϑρώπων 15, 409, γηρασκέμεν 4, 210, γηράσκοντα Iliad. 2, 663. 24, 541, γήρασκε 17, 325, ἐγήρα Versende Iliad. 7, 148. 17, 197 Odyss. 14, 67, part. aorist. γηράς Iliad. 17, 197, vgl. Scholl. Aristonic. – Folgende: γηρῶν Men. Stob. fl. 121, 7; selten in Prosa; γηρᾶν Xen. Cyr. 4, 1, 15; Arist. eth. 5, 8, 3; öfter Sp., γηρῶντος Plut. Timol. 3; fut. γηράσω Plat. Rep. III, 393 e; gew. γηράσομαι, z. B. Thuc. 6, 18; Ar. Equ. 1308; aor. ἐγήρασα (bei Aesch. Suppl. 871, τινὰ τροφῇ, in factitiver Bdtg, alt werden lassen, wie auch das praes. steht Eum. 276 Prom. 983; vgl. Philip. 6 (VI, 94) γηράσας πόδα λυσσητῆρα); inf. γηρᾶναι Soph. O. C. 870; γηράντεσσι τοκεῦσιν Hes. O. 188; γηρᾶσαι Xen. Mem. 3, 12, 8; γηράσασαν Her. 7, 114; Sp., vgl. καταγηράσκω; perf. γεγήρακε Soph. O. C. 727; Med. γηράσκομαι Hes. bei Plut. def. or. 11.
-
2 θρεπτηρια
τά1) плата кормилице (sc. τῇ μαίᾳ HH.)2) помощь старым родителям, пропитание родителей(γηράντεσσι τοκεῦσιν Hes.)
3) питание, пища(νηδύος Soph.)
См. также в других словарях:
χειροδίκης — ὁ, ΜΑ αυτός που ασκεί χειροδικία, που παίρνει το δίκιο του με το χέρι του (α. «ἦν δὲ καὶ τοῑς κατειπεῑν ἔχουσι τῶν χειροδικῶν εὐέντευκτος», Νικ. Χων. β. «οὐδέ κεν οἵ γε γηράντεσσι τοκεῡσιν ἀπὸ θρεπτήρια δοῑεν, χειροδίκαι», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek