-
1 θρεπτηρια
τά1) плата кормилице (sc. τῇ μαίᾳ HH.)2) помощь старым родителям, пропитание родителей(γηράντεσσι τοκεῦσιν Hes.)
3) питание, пища(νηδύος Soph.)
См. также в других словарях:
χειροδίκης — ὁ, ΜΑ αυτός που ασκεί χειροδικία, που παίρνει το δίκιο του με το χέρι του (α. «ἦν δὲ καὶ τοῑς κατειπεῑν ἔχουσι τῶν χειροδικῶν εὐέντευκτος», Νικ. Χων. β. «οὐδέ κεν οἵ γε γηράντεσσι τοκεῡσιν ἀπὸ θρεπτήρια δοῑεν, χειροδίκαι», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek