-
1 γεύμα
-
2 γεῦμα
-
3 γεῦμα
-
4 γευμα
- ατος τό1) пробование, отведывание(γ. τέν ὠνέν καλεῖ Eur.; γεύματος χάριν Arst.)
2) проба, образчик(τρία γεύματα Arph.)
-
5 γεῦμα
-
6 γεῦμα
γεῦμα, das Gekostete, Probe zum Kosten; Speise; Vorschmack, Geschmack, λαμβάνειν γ. τινός; vulgärer Ausdruck für ἄριστον, Imbiß -
7 γεύμα
-
8 γεῦμα
-ατος τό N 3 2-0-1-1-1=5 Ex 16,31; Nm 11,8; Jer 31(48),11; Jb 6,6; 2 Mc 13,18taste Ex 16,31; sample, indication (metaph.) 2 Mc 13,18 -
9 γεύμα
[гевма] ουσ ο обед. -
10 γεύμα
el dinar -
11 γεύμα
1) farine2) repas -
12 γεύμα
1) mąka (f) rzecz.2) posiłek (m) rzecz. -
13 γεύμα
1) jídlo2) moučka3) mouka -
14 γεύμα
mealΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > γεύμα
-
15 πρό-γευμα
πρό-γευμα, τό, das Vorhergekostete, das Essen vor der Mahlzeit, Vorkost (?).
-
16 γεύμαθ'
γεύ̱ματα, γεῦμαtaste: neut nom /voc /acc plγεύ̱ματι, γεῦμαtaste: neut dat sgγεύ̱ματε, γεῦμαtaste: neut nom /voc /acc dual -
17 γεύματ'
γεύ̱ματα, γεῦμαtaste: neut nom /voc /acc plγεύ̱ματι, γεῦμαtaste: neut dat sgγεύ̱ματε, γεῦμαtaste: neut nom /voc /acc dual -
18 δυσχερης
21) трудный, тяжелый, неприятный, тягостный, мучительный(θεωρία Aesch.; θαῦμα Soph.; κακόν Plat.; βίος Dem.; χωρίον, γεῦμα Plut.; ὑπὸ τῇ δυσχερεστάτῃ γενέσθαι τύχῃ Lys.)
τὰ δισχερῆ Dem., Arst. — затруднительное положение;δυσχερὲς ποιεῖσθαι Thuc. — быть недовольным, раздраженным2) неприязненный, враждебный(δυσχερές τι εἰπεῖν Dem.; δυσχερές τι βουλεύεσθαι κατά τινος Polyb.)
3) (вечно) недовольный, придирчивый, привередливый(περὴ τὰ σιτία Plat.)
-
19 ωνη
ἥ1) купля, покупкаὠ. καὴ πρᾶσις Soph., Her., Plat. — покупка и продажа;
δι΄ ὠνῆς Plut., ὠνῇ и διὰ τέν ὠνήν Luc. — путем покупки;τὸ γεῦμα τέν ὠνέν καλεῖ погов. Eur. — проба располагает к покупке2) аренда, откуп(μισθώσεις καὴ ὠναί Plut.)
ἥ ὠ. (sc. τῶν τελῶν τῶν δημοσίων) Plut. — сдача на откуп общественных доходов3) сумма (покупки), стоимостьτῶν ὅπλων τέν ὠνέν παρέχειν τρισμυρίας δραχμάς Lys. — отпустить на покупку оружия сумму в тридцать тысяч драхм;
ἐπιθεῖναι τῇ ὠνῇ τάλαντον Plut. — накинуть один талант на сумму (торгов) -
20 γέμα
το см. γεύμα
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γεῦμα — taste neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεύμα — και γέμα και γιόμα, το (AM γεῡμα, Μ και γεῡσμα και γέσμα) η τροφή, το φαγητό μσν. νεοελλ. 1. το πρόγευμα 2. το μεσημεριανό φαγητό, το κύριο γεύμα τής ημέρας νεοελλ. 1. η απαραίτητη ποσότητα τροφής που καταναλώνει κανείς («τρία γεύματα την ημέρα») … Dictionary of Greek
γεύμα — το το σύνολο των φαγητών που τρώμε συνήθως το μεσημέρι: Με κάλεσε σε γεύμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… … Dictionary of Greek
δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… … Dictionary of Greek
συνεστίαση — η / συνεστίασις, άσεως, ΝΜΑ, και συνεστίη Α [συνεστιῶ] το να μετέχει κάποιος στο ίδιο γεύμα, να παρακάθεται σε γεύμα μαζί με άλλους νεοελλ. γεύμα με πολλούς καλεσμένους … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
γεύμαθ' — γεύ̱ματα , γεῦμα taste neut nom/voc/acc pl γεύ̱ματι , γεῦμα taste neut dat sg γεύ̱ματε , γεῦμα taste neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεύματ' — γεύ̱ματα , γεῦμα taste neut nom/voc/acc pl γεύ̱ματι , γεῦμα taste neut dat sg γεύ̱ματε , γεῦμα taste neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακάλεστος — η, ο (Μ ἀκάλεστος) [καλῶ] 1. εκείνος που δεν τόν έχουν προσκαλέσει σε γάμο, γεύμα, γιορτή «ακάλεστος στον γάμο» 2. όποιος πηγαίνει απρόσκλητος σε γάμο, γεύμα, γιορτή «τον ακάλεστο στον γάμο κάτω κάτω τόν καθίζουν» … Dictionary of Greek
απόγευμα — κ. γεμα κ. γιομα, το (AM ἀπόγευμα) [γεύμα] το χρονικό διάστημα από το μεσημεριανό φαγητό (γεύμα) ως το βράδυ, απομεσήμερο … Dictionary of Greek