-
1 γερωΐα
-
2 γερουσία
γερουσί-α, ἡ,A Council of Elders, senate, E.Rh. 401: esp. at Sparta, D.20.107, Arist.Pol. 1270b24, IG5(2).345.10 (Orchom. Arc., ii/i B. C.); cf. γερωΐα and γεροντία; also of the Carthaginian Senate, Arist.Pol. 1272b37; and the Roman, Plu.2.789e, Jul.Or.2.97b; of the Jewish Sanhedrin, Act.Ap.5.21, cf. LXX Ex.3.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γερουσία
-
3 γερωνία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γερωνία
См. также в других словарях:
γερωΐα — γερωΐα, η (Α) λακων. γερουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερωhία, άλλος τ. τού γερωχία που απαντά στον Αριστοφάνη. Ο τ. γερωhία εμφανίζει προβλήματα αφ ενός λόγω τής σπάνιας τροπής τού h σε χ (γερωχία), αφ ετέρου λόγω τής συριστικοποίησης τού τ (γερωhία < … Dictionary of Greek