Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

γερανός

См. также в других словарях:

  • γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… …   Dictionary of Greek

  • γερανός — ο 1. είδος αποδημητικού πουλιού: Χαζεύαμε τους γερανούς που περνούσαν πάνω από το ποτάμι. 2. μηχάνημα με το οποίο ανυψώνουν ή μετακινούν βάρη: Πάρκαρε παράνομα και του μετακίνησε το αυτοκίνητο ο γερανός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γέρανος — γέρᾱνος , γέρανος crane masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεράνι — I (geranium). Καλλωπιστικό φυτό, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία πελαργόνιο το ζωνωτό. Όλα τα είδη του φυτού αυτού αναφέρονται συνοπτικά ως γερανιίδες. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και γένος φυτών, άσχετο με το καλλωπιστικό, με περίπου 20 …   Dictionary of Greek

  • αερανός — ο ονομασία στον Πόντο τού αρχαίου χορού γέρανος, που συνεχίστηκε να χορεύεται καθ’ όλη τη διάρκεια τής Βυζαντινής αυτοκρατορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τ. γέρανος «είδος χορού που μιμούνταν τις κινήσεις τού γερανού», με ανάπτυξη προθεματ. ἀ και… …   Dictionary of Greek

  • γεράνιος — (I) γεράνιος, η (Μ) [γέρανος] 1. είδος εμπλάστρου 2. ουσία που χρησιμοποιούσαν οι αλχημιστές. (II) α, ο και γερανιός και γερανός και γερανέος (Μ γεράνιος) ο βαθυγάλαζος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ. Το μσν. γεράνιος συσχετίστηκε από τους… …   Dictionary of Greek

  • Geranium — This article is about the botanical genus called Geranium. For the garden plants often called geranium , see Pelargonium. For other uses, see Geranium (disambiguation). Not to be confused with Germanium. Geranium Geranium dissectum …   Wikipedia

  • κακογέρανος — κακογέρανος, ὁ (Μ) κακός ή άσχημος γερανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γερανός] …   Dictionary of Greek

  • μάγγανο — και μάγκανο και μαγγάνι, το και μάγγανος, ο, και μαγγάνη, η (AM μάγγανον) 1. βαρούλκο, γερανός 2. (στο Βυζάντιο) α) ονομασία διαφόρων πολεμικών μηχανών οι οποίες είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο τον τροχό β) η αφετηρία στον ιππόδρομο κατά… …   Dictionary of Greek

  • τρυγέρανος — ὁ, Α 1. άγνωστο ζώο ή πτηνό το οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, επρόκειτο να σταλεί στον Σέλευκο ως αντάλλαγμα για την τίγρη που αυτός πρώτος είχε στείλει 2. (κατά τον Ησύχ.) «φασματι ἐοικώς». [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. έχει προέλθει από ένα… …   Dictionary of Greek

  • ger-2 —     ger 2     English meaning: to scream (in expr. forms)     Deutsche Übersetzung: in Schallworten, especially for “heiser schreien”     Material: A. O.Ind. járatē “ it rushes, sounds, crackles, shouts “, jarü “ the rustling, murmuring “ (or to …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»