-
1 γερανός
[геранос] ουσ. а. подъемный кран.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > γερανός
-
2 кран
-
3 журавль
I.зоол. о γερανός.II.тех. о γερανός, το ανυψωτικό μηχάνημα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > журавль
-
4 контейнерный
για εμπορευματοκιβώτια, των εμπορευματοκιβωτίων, των κοντέι-νερ (ξεν.)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > контейнерный
-
5 журавль
-
6 кран
I кран I м (водопроводный) η βρύση, η κάνουλα II кран II м (подъёмный) о γερανός* * *I м( водопроводный) η βρύση, η κάνουλαII м( подъёмный) ο γερανός -
7 журавль
журавл||ь Iм (птица) ὁ γερανός· ◊ не сули́ \журавлья в небе, дай синицу в ру́ки посл. κάλλιο πέντε καί στό χέρι, παρά δέκα καί καρτερεί.журавль IIм (у колодца) ὁ γερανός, τό βαροῦλκο[ν]. -
8 край
кра||й Iм1. (конец) ἡ ἄκρη, τό ἄκρο[ν], τό χείλος, τό πέρας:по \крайям στά χείλη· до \крайев ὡς τά χείλια· передний \край воен. ἡ πρώτη γραμμή· литься через \край ξεχειλίζω·2. (страна) ὁ τόπος, ἡ χώρα:родной \край ὁ πατρικός τόπος·3. мн. (места, местность) ἡ περιοχή, τό μέρος, ὁ τόπος:теплые \крайя οἱ θερμές περιοχές· в наших \крайях στά μέρη μας, στόν τόπο μας· ◊ слышать \крайем уха ἀκούω μέ τήν ἄκρη τοῦ αὐτιοῦ· хватить чергз \край τό παρακάνω, τό παραλέω· конца· \крайю нет разг ἀπέραντος, ἀτελείωτος· на \крайκ> гибели στό χείλος τής καταστροφής· на \крайι6 света στήν ἄκρη τοῦ κόσμου· нз \крайя в \край ἀπ' ἄκρη σ' ἄκρη, παντού.край IIм тех. ὁ γερανός, τό βαροῦλ-κο:подъемный \край ὁ γερανός, τό βα-ροῦλκο, τό βίντσι. -
9 журавль
-я α. -иха, -и θ.1. γερανός, γερανός (πτηνό).2. κηλώνιο, γεράνι (μακρύ ξύλο με το οποίο βγάζουν νερό από το πηγάδι). -
10 автокран
ο αυτοκίνητος/μηχανοκίνητος ανυψωτικός γερανός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > автокран
-
11 вертолёт-кран
ο ιπτάμενος γερανός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вертолёт-кран
-
12 грузоподъёмник
ο γερανός, ο φορτω-τήρας, ο αναβατήρας φορτίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > грузоподъёмник
-
13 травеллер
(береговой) о γερανός του λιμένα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > травеллер
-
14 трубоукладчик
(передвижной подъёмный кран) το μετακινούμενο μηχάνημα (γερανός) τοποθέτησης σωλήνων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трубоукладчик
-
15 башенный
башенн||ыйприл πυργωτός, τοῦ πύργου:\башенный кран ὁ γερανός μέ πυργίσκο; \башенныйые часы τό ὠρολόγι τοῦ πύργου. -
16 башня
башн||яж1. ὁ πύργος:Кремлевские \башняи οἱ πύργοι τοῦ Κρεμλίνου; водонапорная \башня ὁ γερανός ὕδρευσης; сторожевая \башня ἡ σκοπιά;2. воен., мор. ὁ πυργίσκος:броневая \башня ὁ θωρακοφόρος πυργίσκος, ὁ θωρακισμένος πύργος. -
17 грузооборотподъемный
грузооборот||подъемныйприл:\грузооборотподъемныйподъем-ный кран ὁ γερανός, τό βίντσι. -
18 подъемник
подъемникм ὁ ἀνελκυστήρας, τό ἀσανσέρ / ὁ ἀνυψωτήρ, ὁ γερανός, τό βίντσι, τό βαροῦλκο[ν] (для грузов). -
19 подъемный
подъемн||ый1. прил ἀνυψωτικός:\подъемный кран τό βίντσι, ὁ γερανός· \подъемныйая машина τό ἀσανσέρ, ἡ ἀνυψωτική μηχανή· 2.:\подъемный мост ἡ κινητή γέφυρα· 3. -
20 башенный кран
[μπάσυννυϊ κράν] ουσ. α. γερανός με πυργίσκο
- 1
- 2
См. также в других словарях:
γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… … Dictionary of Greek
γερανός — ο 1. είδος αποδημητικού πουλιού: Χαζεύαμε τους γερανούς που περνούσαν πάνω από το ποτάμι. 2. μηχάνημα με το οποίο ανυψώνουν ή μετακινούν βάρη: Πάρκαρε παράνομα και του μετακίνησε το αυτοκίνητο ο γερανός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γέρανος — γέρᾱνος , γέρανος crane masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γεράνι — I (geranium). Καλλωπιστικό φυτό, γνωστό και με την επιστημονική ονομασία πελαργόνιο το ζωνωτό. Όλα τα είδη του φυτού αυτού αναφέρονται συνοπτικά ως γερανιίδες. Με την ίδια ονομασία υπάρχει και γένος φυτών, άσχετο με το καλλωπιστικό, με περίπου 20 … Dictionary of Greek
αερανός — ο ονομασία στον Πόντο τού αρχαίου χορού γέρανος, που συνεχίστηκε να χορεύεται καθ’ όλη τη διάρκεια τής Βυζαντινής αυτοκρατορίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τ. γέρανος «είδος χορού που μιμούνταν τις κινήσεις τού γερανού», με ανάπτυξη προθεματ. ἀ και… … Dictionary of Greek
γεράνιος — (I) γεράνιος, η (Μ) [γέρανος] 1. είδος εμπλάστρου 2. ουσία που χρησιμοποιούσαν οι αλχημιστές. (II) α, ο και γερανιός και γερανός και γερανέος (Μ γεράνιος) ο βαθυγάλαζος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολ. Το μσν. γεράνιος συσχετίστηκε από τους… … Dictionary of Greek
Geranium — This article is about the botanical genus called Geranium. For the garden plants often called geranium , see Pelargonium. For other uses, see Geranium (disambiguation). Not to be confused with Germanium. Geranium Geranium dissectum … Wikipedia
κακογέρανος — κακογέρανος, ὁ (Μ) κακός ή άσχημος γερανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + γερανός] … Dictionary of Greek
μάγγανο — και μάγκανο και μαγγάνι, το και μάγγανος, ο, και μαγγάνη, η (AM μάγγανον) 1. βαρούλκο, γερανός 2. (στο Βυζάντιο) α) ονομασία διαφόρων πολεμικών μηχανών οι οποίες είχαν ως κοινό χαρακτηριστικό στοιχείο τον τροχό β) η αφετηρία στον ιππόδρομο κατά… … Dictionary of Greek
τρυγέρανος — ὁ, Α 1. άγνωστο ζώο ή πτηνό το οποίο, σύμφωνα με την παράδοση, επρόκειτο να σταλεί στον Σέλευκο ως αντάλλαγμα για την τίγρη που αυτός πρώτος είχε στείλει 2. (κατά τον Ησύχ.) «φασματι ἐοικώς». [ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. έχει προέλθει από ένα… … Dictionary of Greek
ger-2 — ger 2 English meaning: to scream (in expr. forms) Deutsche Übersetzung: in Schallworten, especially for “heiser schreien” Material: A. O.Ind. járatē “ it rushes, sounds, crackles, shouts “, jarü “ the rustling, murmuring “ (or to … Proto-Indo-European etymological dictionary