-
1 έαγεν
ἔᾱγεν, ἄγνυμιbreak: perf ind act 3rd sg (attic)ἔᾱγεν, ἄγνυμιbreak: aor ind pass 3rd pl (epic)ἔᾱγεν, ἄγνυμιbreak: aor ind pass 3rd pl (epic ionic) -
2 ἔαγεν
ἔᾱγεν, ἄγνυμιbreak: perf ind act 3rd sg (attic)ἔᾱγεν, ἄγνυμιbreak: aor ind pass 3rd pl (epic)ἔᾱγεν, ἄγνυμιbreak: aor ind pass 3rd pl (epic ionic) -
3 επέαγεν
ἐπέᾱγεν, ἐπάγνυμιbreak: perf ind act 3rd sg (attic)ἐπέᾱγεν, ἐπάγνυμιbreak: aor ind pass 3rd pl (epic)ἐπέᾱγεν, ἐπάγνυμιbreak: aor ind pass 3rd pl (epic ionic) -
4 ἐπέαγεν
ἐπέᾱγεν, ἐπάγνυμιbreak: perf ind act 3rd sg (attic)ἐπέᾱγεν, ἐπάγνυμιbreak: aor ind pass 3rd pl (epic)ἐπέᾱγεν, ἐπάγνυμιbreak: aor ind pass 3rd pl (epic ionic) -
5 κατέαγεν
κατέᾱγεν, κατάγνυμιCat.Cod. Astr.perf ind act 3rd sg (attic)κατέᾱγεν, κατάγνυμιCat.Cod. Astr.aor ind pass 3rd pl (epic)κατέᾱγεν, κατάγνυμιCat.Cod. Astr.aor ind pass 3rd pl (epic ionic)κατεάσσωCat.Cod. Astr.aor ind pass 3rd pl (epic) -
6 γίγνομαι
Grammatical information: v.Meaning: `be born, become, arise' (Il.).Other forms: Ion. etc. γί̄νομαι (with assimilation and lengthening, Schwyzer 215), Thess. Boeot. γίνυμαι (innovation, Schwyzer 698), Cret. γίννομαι, aor. γενέσθαι, perf. γέγονα, γέγαμεν, γεγαώς, Med. (new) γεγένημαι, fut. γενήσομαι; recent Att. etc. γενηθῆναι and γενηθήσομαι; transitive s-aorist γείνασθαι (ep. etc., \< *γεν-σ-; s. Schwyzer 756 and Wackernagel Unt. 175), alo γεινόμεθα, - μενος (either for γί(γ)νομαι, Schwyzer 715, or for γεν- with metrical lengthening); athemat. root aorist ἔγεντο (Hes.; analog. innovation, s. Schwyzer 678f. m. Lit.)Compounds: - γνη-τος, e.g. κασί-γνη-τος `brother' (q.v.) and - γν-ος in νεο-γν-ός `newborn' (h. Hom.), with ιο- in ὁμό-γν-ιος `of the same origin'Derivatives: γένος ( γενικός, - γενής) and γόνος, γονή ( γονεύς `parent'). γενεά, Ion. -ή `lineage' (Il.; s. Chantr. Form. 91). γενέ-θλη (Il.) and γένε-θλον (A.) `id.' with γενέθλιος and γενεθλιακός, γενεθλίδιος, γενεθλίωμα, γενεθλιάζω. γενε-τή `birth' (Hom.); hypocor. Γενετυλλίς name of Aphrodite as protectress of birth (Ar.;). γένε-σις `birth, origin' (Il.). γέν-να(s. v.). - γενέ-τωρ (Ion. Dor.) and γενε-τήρ (Arist.) `begetter'; on the diff. s. Benveniste Noms d'agent 46; fem. γενέτειρα (Pi.) ; γενέ-της (Ion.); with γενέσια n. pl. `Parentalia' (Hdt.). - γνήσιος `of real birth' (Il.) from γνητός. ἴγνητες s.vv. ( γνωτός, - τή to γιγνώσκω).Origin: IE [Indo-European] [373] *ǵenh₁-, ǵonh₁-, ǵnh₁- `beget'Etymology: Old verb: redupl. pres. γίγνομαι = Lat. act. gignō `beget'; thematic aorist ἐγένετο = Skt. them. impf. ájanata (pres. jánate, -ti = lat. genit); perf. γέγονα = Skt. jajā́na. Nouns γένος (Skt. jánas-, Lat. genus) and γόνος (Skt. jána-); γενέτωρ, γενετήρ (IE *ǵenh₁-) = Lat. genitor, Skt. jánitar- and janitár-, γενέτειρα = Skt. jánitrī, Lat. genitrī-x; γένεσις but with zero grade Skt. jātí- `birth, family', Lat. nāti-ō, OE ( ge)cynd ; - γνητος (*ǵnh₁-tos); - γν-ος in compounds (with loss of the laryngeal) = e. g. Lat. prīvi-gn-us `born separately' = `stepchild', νεο-γν-ός: Goth. niu-kla-hs `as a child' (\< *- kna- \< IE. *-ǵnh₁-o- dissimilated), also in NPhr. ουεγνω (*sue-ǵnh₁-o-); - γν-ιος in ὁμόγν-ιος = Gaul. Abe-gnia. - Many forms from different languages, s. Pok. 373ff.Page in Frisk: 1,307-308Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γίγνομαι
-
7 έπαγεν
ἔπᾱγεν, ἐπάγνυμιbreak: aor ind pass 3rd pl (epic)ἐπάγωbring on: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)πάσσωsprinkle: aor ind pass 3rd pl (epic)πήγνυμιAër.aor ind pass 3rd pl (epic)ἔπᾱγεν, πήγνυμιAër.aor ind pass 3rd pl (epic doric) -
8 ἔπαγεν
ἔπᾱγεν, ἐπάγνυμιbreak: aor ind pass 3rd pl (epic)ἐπάγωbring on: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)πάσσωsprinkle: aor ind pass 3rd pl (epic)πήγνυμιAër.aor ind pass 3rd pl (epic)ἔπᾱγεν, πήγνυμιAër.aor ind pass 3rd pl (epic doric) -
9 έρριγεν
ἔρρῑγεν, ῥιγέωshudder: plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic)ἔρρῑγεν, ῥιγέωshudder: perf ind act 3rd sg -
10 ἔρριγεν
ἔρρῑγεν, ῥιγέωshudder: plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic)ἔρρῑγεν, ῥιγέωshudder: perf ind act 3rd sg -
11 ανακέκραγεν
ἀνακέκρᾱγεν, ἀνακράζωcry out: perf ind act 3rd sgἀνακέκρᾱγεν, ἀνακράζωcry out: plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) -
12 ἀνακέκραγεν
ἀνακέκρᾱγεν, ἀνακράζωcry out: perf ind act 3rd sgἀνακέκρᾱγεν, ἀνακράζωcry out: plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) -
13 αντικέκραγεν
ἀντικέκρᾱγεν, ἀντί-κράζωcroak: perf ind act 3rd sgἀντικέκρᾱγεν, ἀντί-κράζωcroak: plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) -
14 ἀντικέκραγεν
ἀντικέκρᾱγεν, ἀντί-κράζωcroak: perf ind act 3rd sgἀντικέκρᾱγεν, ἀντί-κράζωcroak: plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) -
15 διακέκραγεν
διακέκρᾱγεν, διακράζωhave a screaming-match: perf ind act 3rd sgδιακέκρᾱγεν, διακράζωhave a screaming-match: plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) -
16 κατακέκραγεν
κατακέκρᾱγεν, κατακράζωcry down: perf ind act 3rd sgκατακέκρᾱγεν, κατακράζωcry down: plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) -
17 κέκραγεν
κέκρᾱγεν, κράζωcroak: perf ind act 3rd sgκέκρᾱγεν, κράζωcroak: plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) -
18 προανακέκραγεν
προανακέκρᾱγεν, πρό-ἀνακράζωcry out: perf ind act 3rd sgπροανακέκρᾱγεν, πρό-ἀνακράζωcry out: plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) -
19 πέπραγεν
πέπρᾱγεν, πράσσωpass through: perf ind act 3rd sgπέπρᾱγεν, πράσσωpass through: plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) -
20 άγεν
ἄγε̄ν, ἄγωlead: pres inf act (epic doric)ἄγωlead: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)——————ἄγνυμιbreak: aor ind pass 3rd pl (epic)ἆ̱γεν, ἄγωlead: imperf ind act 3rd sg (doric aeolic)
См. также в других словарях:
χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… … Dictionary of Greek
αγχώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που αγχώνεται, που αγωνιά: Ο Κώστας είναι τύπος αγχώδης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγωνιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, ουδ. πληθ. η, γεμάτος αγωνία: Ο γιατρός κατέβαλε αγωνιώδεις προσπάθειες για τη σωτηρία του ασθενή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιματώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, και αιματώδικος, η, ο που είναι γεμάτος αίμα ή έχει το χρώμα του αίματος: Είναι άνθρωπος με αιματώδη κράση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιτιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που δείχνει την αιτία: Αιτιώδη σχέση λέμε τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακανθώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. ο με αγκάθια: Τα φύλλα του δέντρου αυτού είναι ακανθώδη. 2. δύσκολος, περίπλοκος: Τα ζητήματα αυτά είναι από τα ακανθώδη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλματώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αλματικός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμμώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που αποτελείται από άμμο εξολοκλήρου ή κατά το μεγαλύτερο μέρος: Το έδαφος εδώ ήταν αμμώδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμυλώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, ο αμυλούχος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφθώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που προέρχεται από την αρρώστια άφθα: Τα ζώα είχαν προσβληθεί από αφθώδη πυρετό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαλτώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που έχει βάλτους, έλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)