-
21 εσέ
γεν. и αιτιατ. от εσύ -
22 εσένα
γεν. и αίτιατ. от εσύ -
23 Ζεύς
(γεν. Διός) ο1) миф Зевс; 2) астр. Юпитер -
24 ημών
γεν. от ημείς -
25 ηχώ
(γεν. ηχους) η эхо, отзвук; отголосок:§ είμαι η ηχώ κάποιου — быть чьим-л. подголоском
ηχώ2/2(ε) αμετ.1) звучать, издавать звук; звенеть; звонить (о колоколе); 2) перен. вызывать резонанс; § οι λόγοι του δεν ήχησαν καλώς его выступление не произвело хорошего впечатления -
26 ηώς
(γεν. ηούς) η1) утренняя заря, восход; 2) перен. восход, начало -
27 θρίξ
(γεν. τριχός) η волос -
28 θώς
(γεν. θωός) ο шакал -
29 ίς
(γεν. ινός) η см. ίνα -
30 κύων
(γεν. κυνός) ο собака -
31 λίψ
(γεν. λιβός) ο1) см. λίβας; 2) «либ», юго-западный ветер -
32 λογιών
γεν. πλ. от λογή -
33 (ε)μάς
γεν., αίτιατ. от εμείς -
34 (ε)μένα
γεν. и αίτιατ. от εγώ -
35 (ε)μού
γεν. от εγώ -
36 μυς
(γεν. μυός) ο1) мышца, мускул; 2) мышь -
37 ναύς
-
38 νύξ
(γεν. νυκτός) η ночь;εν καιρώ νυκτός или διά νυκτός ночью -
39 όν
(γεν. όντος) τό1) сущее, существующее; 2) существо, создание; δυστυχή όντα несчастные создания, несчастные люди;τό υπέρτατο[ν] όν — высшее существо (о боге);
3) филос. сущее;§ τω όντι на самом деле, действительно, правда, εκ τού μη όντος из ничего, на голом месте -
40 όνυξ
См. также в других словарях:
χρώς — γεν. χρωτός και χροός, ο, ΝΜΑ (λόγιος τ.) φρ. «εν χρῳ κεκαρμένος» με τα μαλλιά κομμένα σύρριζα μσν. αρχ. 1. το σώμα τού ανθρώπου, η σάρκα («α. Χαῑρε χρωτὸς τοῡ ἐμοῡ θεραπεία, Χαίρε ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία», Ακάθ. Ύμν. β. «αἰεὶ τῷ γ ἔσται χρὼς… … Dictionary of Greek
αγχώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που αγχώνεται, που αγωνιά: Ο Κώστας είναι τύπος αγχώδης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγωνιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, ουδ. πληθ. η, γεμάτος αγωνία: Ο γιατρός κατέβαλε αγωνιώδεις προσπάθειες για τη σωτηρία του ασθενή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιματώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, και αιματώδικος, η, ο που είναι γεμάτος αίμα ή έχει το χρώμα του αίματος: Είναι άνθρωπος με αιματώδη κράση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αιτιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που δείχνει την αιτία: Αιτιώδη σχέση λέμε τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακανθώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. ο με αγκάθια: Τα φύλλα του δέντρου αυτού είναι ακανθώδη. 2. δύσκολος, περίπλοκος: Τα ζητήματα αυτά είναι από τα ακανθώδη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλματώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αλματικός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμμώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που αποτελείται από άμμο εξολοκλήρου ή κατά το μεγαλύτερο μέρος: Το έδαφος εδώ ήταν αμμώδες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμυλώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, ο αμυλούχος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφθώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που προέρχεται από την αρρώστια άφθα: Τα ζώα είχαν προσβληθεί από αφθώδη πυρετό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαλτώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που έχει βάλτους, έλη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)