-
1 διογενετωρ
- ορος adj. породивший ЗевсаΚρήτας διογενέτορες ἔναυλοι Eur. — критские пещеры, в которых родился (и вырос) Зевс
-
2 Διογενέτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Διογενέτωρ
-
3 Διογενέτορες
Διογενέτωρgiving birth to Zeus: masc nom /voc pl -
4 διογενέτορες
Διογενέτωρgiving birth to Zeus: masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
Διογενέτορες — Διογενέτωρ giving birth to Zeus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διογενέτορες — Διογενέτωρ giving birth to Zeus masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ζευς — Η κορυφαία θεότητα στο αρχαίο ελληνικό πάνθεον. Βλ. λ. Δίας. (Αστρον.) Πλανήτης του ηλιακού συστήματος. Βλ. λ. Δίας (Αστρον.). * * * και Δίας, ο (AM Ζεύς, Διός) 1. (στην αρχαία Ελλάδα) βασιλιάς και πατέρας θεών και ανθρώπων, θεός τού ουρανού και… … Dictionary of Greek