-
1 γένεθλ'
γένεθλα, γένεθλονrace: neut nom /voc /acc pl -
2 γενέθλη
I of persons, race, stock, family, c. gen. pers.,Παιήονός εἰσι γενέθλης Od.4.232
, cf. 13.130; σῆς ἐξ αἵματός εἰσι γενέθλης of thy race by blood, Il.19.111; γενέθλην by birth or origin,ἦν δὲ γ. Ἴκιος Call.Aet.1.1.7
; of horses, breed, stock, Il.5.270;θηρῶν γ. h.Hom.27.10
;τῶν ἀλιθίων ἀπείρων [ἐστὶ] γενέθλα Simon.5.6
.2 generation, age,οὔ τι παλαιόν, ἐφ' ἡμετέρῃ δὲ γενέθλῃ Opp.H.5.459
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενέθλη
-
3 γενεθλήϊος
γενεθλ-ήϊος, ον,A = γενέθλιος, Orac. ap. Eus.PE6.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενεθλήϊος
-
4 γενέθλια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενέθλια
-
5 γενεθλιάζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενεθλιάζω
-
6 γενεθλιακός
II = γενεθλιαλόγος, Gal.15.441, cf. Gell.14.1.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενεθλιακός
-
7 ἀτιτάλλω
ἀτιτάλλω, poet. = ἀτάλλω, aufziehen, pflegen, warten, παῖδα Od. 15, 450; σύας σιάλους 14, 41; γόνον Pind. N. 3, 56; ἵππων, ὅσσα γένεϑλ' ἀτιτήλατο μύριος αἶα Opp. C. 1, 271; übh. hegen, pflegen, Theocr. 17, 58; καλοῖς, schmücken, 15, 111.
-
8 γενεσιακός
A = γενεθλ-, ἡμέρα Vett.Val.19.27.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενεσιακός
См. также в других словарях:
γένεθλ' — γένεθλα , γένεθλον race neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεχώος — α, ο (Α λεχώϊος, ον, θηλ. και λεχωϊάς) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λεχώνα ή στην περίοδο τής λοχείας (α. «νύμφη λεχωϊάς» λεχώνα, Νόνν. β. «λεχώϊα δῶρα» τα δώρα που προσφέρονταν σε λεχώνα, Νίκαρχ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ λεχώϊον ο τόπος… … Dictionary of Greek
μαιήιος — μαιήϊος, ον (Α) 1. μαιευτικός 2. αυτός που γεννήθηκε από τη Μαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαία + επίθημα ήϊος (πρβλ. γαι ήιος, γενεθλ ήιος)] … Dictionary of Greek