-
1 γενεθλήϊος
γενεθλ-ήϊος, ον,A = γενέθλιος, Orac. ap. Eus.PE6.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενεθλήϊος
См. также в других словарях:
μαιήιος — μαιήϊος, ον (Α) 1. μαιευτικός 2. αυτός που γεννήθηκε από τη Μαία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαία + επίθημα ήϊος (πρβλ. γαι ήιος, γενεθλ ήιος)] … Dictionary of Greek