-
1 γαγγλιώδης
γαγγλιώδης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαγγλιώδης
-
2 γαγγλιώδης
γαγγλι-ώδης, einem γάγγλιον ähnl., ein um sich fressendes ( γράω), krebsartiges Geschwür, ehe es in den Brand, σφάκελος, übergeht. Übertr. auf die Schmeichelei -
3 γαγγλιωδέων
γαγγλιώδηςof the ganglion kind: masc /fem /neut gen pl (epic doric ionic aeolic) -
4 γαγγλίον
Grammatical information: n.Meaning: `tumour on a tendon, or the head' (Gal..); the nerve-knots now called ganglia have been compared to such a tumour (Gal.)Derivatives: γαγγλιώδης (Hp.)Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Unknown. Mostly connected with ἄγλις, γέλγις, γάλινθοι, γέλινθοι (s. vv.), to which Solmsen Wortforsch. 223 added Slavic words for `tumour', e. g. OCS žьly. Further see W.-Hofmann s. galla, Pok. 357. Most probably non-IE, Pre-Gr. (Fur. 129).Page in Frisk: 1,281Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γαγγλίον
См. также в других словарях:
γαγγλιώδης — ες (Α γαγγλιώδης, ες) [γαγγλίον] αυτός ο οποίος εμφανίζει διογκώσεις όμοιες με των γαγγλίων … Dictionary of Greek
γαγγλιωδέων — γαγγλιώδης of the ganglion kind masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
γάγγλιο — το (Α γαγγλίον) στρογγυλός ή επιμήκης μικρός όγκος σε ορισμένα σημεία των λεμφαγγείων και των νεύρων αρχ. 1. «ἀπόστημα ἄπονον ὑπὸ λευκῷ και νευρώδει χιτῶνι» απόστημα που δεν προκαλεί πόνο σκεπασμένο με λευκό χιτώνα από νεύρα 2. «νεύρου παρὰ φύσιν … Dictionary of Greek