Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

γαίας

См. также в других словарях:

  • Γαίας — Γαίᾱς , Γαῖα land fem acc pl Γαίᾱς , Γαῖα land fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαίας — γαίᾱς , γαῖα land fem acc pl (epic ionic) γαίᾱς , γαῖα land fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic) γαί̱ᾱς , γαῖα land fem acc pl γαί̱ᾱς , γαῖα land fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Γαίας, υπόθεση της- — Μια σύγχρονη οικολογική αντίληψη η οποία σε γενικές γραμμές αντιμετωπίζει ολόκληρη τη Γη ως ζωντανό οργανισμό. Η ιδέα αυτή ξεκίνησε από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, από τις εργασίες βιολόγων όπως ο Τζέιμς Λάβλοκ και η Λιν Μάργκουλις, αλλά δεν… …   Dictionary of Greek

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

  • Τιτυός — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γίγαντας, γιος της Γαίας ή της Ελάρας. Κατά την επικρατέστερη άποψη ήταν γιος της Eλάρας και του Δία, αλλά επειδή ο θεός τον έκρυψε, όταν ήταν βρέφος, στα σπλάχνα της Γης (Γαίας), θεωρήθηκε ότι ήταν γιος της. Ο… …   Dictionary of Greek

  • έρκος — ἕρκος, τὸ (AM) φραγμός μσν. κιγκλίδωμα στη βάση τής κλίμακας τού άμβωνα αρχ. 1. περίβολος, φράκτης κήπων ή αμπελώνων 2. ο αυλόγυρος* 3. η αυλή τού σπιτιού 4. το όστρακο που περικλείει την πίννα 5. τείχος για υπεράσπιση, προμαχώνας 6. το δίχτυ, ο… …   Dictionary of Greek

  • γοργόνα — I Μυθολογικό πρόσωπο. Αναφέρεται και με το όνομα Γοργώ. Στην ελληνική μυθολογία, η Γοργώ είναι το φοβερό, δαιμονικό τέρας, η κόρη της Γαίας. Στην παλαιότερη εκδοχή του μύθου αναφέρεται ότι κατά τη Γιγαντομαχία, η Γαία, για να βοηθήσει τους γιους… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

  • ПОСЕЙДОН —    • Ποσειδω̃ν,          Ποσειδάων, сын Кроноса и Реи, брат Зевса (Hesiod. theog. 453), по Геродоту старший, по Гомеру младший, после победы на титанами при разделе господства над миром получил на свою долю море (Ноm. Il. 15, 187 слл.); он… …   Реальный словарь классических древностей

  • ORESTEUM — urbs Arcadiae, quae Orestia ab ipso Oreste appellata. Steph. Αὐτὸς δὲ ὑπὸ ἐχίδνη; θνήσκει ἐις χωρίον τῆς Α᾿ρκαδίας, τὸ λεγόμενον Ο᾿ρέςτιον, Ipse autem viperae morsu interiit, in loco Aracadiae, Oresteum dicto. Et paulo post, Ε῎ςτι καὶ ἄλλη εν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ROMA — I. ROMA Latii in Italia urbs, de cuius origine et conditore diversa legimus apud auctores. Receptissima opinio est, a Romulo et Remo fratribus conditam fuisse, unde et nomen acceperit, an. primô septimae Olympiadis, teste Dionysiô Halicarnasseô,… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»