-
61 ξύομαι
ξύ̱ομαι, ξύωscratch: pres ind mp 1st sg -
62 παραλύομαι
παραλύωloose and take off: pres ind mp 1st sg (epic)παραλύ̱ομαι, παραλύωloose and take off: pres ind mp 1st sg -
63 περικάομαι
περικά̱ομαι, περικαίωscorch: pres ind mp 1st sg (attic) -
64 περιφύομαι
περιφύ̱ομαι, περιφύομαιpres ind mp 1st sg -
65 προθύομαι
προθύ̱ομαι, προθύωsacrifice: pres ind mp 1st sg -
66 πρίομαι
πρί̱ομαι, πρίωpres ind mp 1st sg -
67 ρύομ'
-
68 ῥύομ'
-
69 ρύομαι
-
70 ῥύομαι
-
71 στύομαι
στύ̱ομαι, στύωmake stiff: pres ind mp 1st sg -
72 συμφύομαι
συμφύ̱ομαι, συμφύωmake to grow together: pres ind mp 1st sg -
73 τρύομαι
τρύ̱ομαι, τρύωErster Bericht: pres ind mp 1st sg -
74 τίομαι
τίωpres ind mp 1st sg (attic epic)τί̱ομαι, τίωpres ind mp 1st sg (epic ionic) -
75 υπολύομαι
ὑπολύωloosen beneath: pres ind mp 1st sg (epic)ὑπολύ̱ομαι, ὑπολύωloosen beneath: pres ind mp 1st sg -
76 ὑπολύομαι
ὑπολύωloosen beneath: pres ind mp 1st sg (epic)ὑπολύ̱ομαι, ὑπολύωloosen beneath: pres ind mp 1st sg -
77 φθίομαι
φθί̱ομαι, φθίωks̥i-pres ind mp 1st sg -
78 χρίομαι
χράω 2proclaim: pres ind mp 1st sg (doric ionic)χρί̱ομαι, χρίωtouch the surface of a body slightly: pres ind mp 1st sg -
79 ωρύομαι
-
80 ὠρύομαι
См. также в других словарях:
οδύσ(σ)ομαι — ὀδύσ(σ)ομαι και, επικ. τ., ὀδυίομαι (Α) 1. οργίζομαι με κάποιον, θυμώνω 2. μισώ κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀδύσ(σ)ομαι προέρχεται από ένα αμάρτυρο ρ. *ὀδύομαι (πρβλ. ηπ ύω, ιδρ ύω, μεθ ύω). Το ρ. *ὀδύομαι παράγεται πιθ. από ένα αμάρτυρο ουσιαστικό… … Dictionary of Greek
συγκαί(γ)ομαι — συγκαί(γ)ομαι, συγκάηκα, συγκαμένος βλ. πίν. 162 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συγκαί(γ)ομαι — Ν βλ. συγκαίω … Dictionary of Greek
αποθρασύνω — ομαι (AM ἀποθρασύνομαι) νεοελλ. 1. ( ω) κάνω κάποιον να συμπεριφέρεται με θρασύτητα 2. ( ομαι) συμπεριφέρομαι με μεγάλο θράσος αρχ. μσν. 1. έχω τόσο θάρρος που δεν λογαριάζω τίποτε 2. μιλώ με θράσος 3. αναγκάζω κάποιον να φερθεί με θρασύτητα … Dictionary of Greek
ακρουμάζομαι — και ακρομάζομαι, ακουρμάζομαι, και ακρουμαίνομαι 1. ακούω με προσοχή 2. αφουγκράζομαι, «στήνω αφτί» 3. κρυφακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ενδιαφέρει ετυμολογικά για το πλήθος τών τύπων που μεσολαβούν και τών μεταβολών που υφίστανται, ώστε να απαρτιστεί η… … Dictionary of Greek
αΐω — (I) ἀΐω (Α) [ᾰ] (επικό και λυρικό ρήμα) 1. αντιλαμβάνομαι με την ακοή, ακούω 2. αντιλαμβάνομαι με τα μάτια, βλέπω 3. αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, εννοώ 4. βάζω αφτί, προσέχω 5. υποτάσσομαι, υπακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ποιητική λ. που απαντά… … Dictionary of Greek
ωρύομαι — ὠρύομαι, ΝΑ 1. (για άγριο ζώο, ιδίως για λύκο ή σκύλο) βγάζω άγρια φωνή, ουρλιάζω 2. μτφ. (για πρόσ.) κραυγάζω σαν άγριο θηρίο (α. «από το πρωί ωρύεται έξαλλος σε όλους» β. «ὥσπερ ἀπόπληκτοι... ὠρύονται», Πλάτ.) αρχ. 1. (για λιοντάρι) βρυχώμαι 2 … Dictionary of Greek
αλαργάρω — (κυρίως ναυτ. όρος) 1. απομακρύνομαι, ανοίγομαι στο πέλαγος 2. απομακρύνω, αλαργεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ρ. allargare «ευρύνω, ομαι, εκτείνω, ομαι, απλώνω, ομαι». ΠΑΡ. νεοελλ. αλαργάρισμα] … Dictionary of Greek
αποστρέφω — (AM ἀποστρέφω) μσν. νεοελλ. 1. επιστρέφω, γυρίζω, στρέφω το πρόσωπο ή το βλέμμα προς άλλη κατεύθυνση 3. ( ομαι) αισθάνομαι αποστροφή, αντιπαθώ, αποφεύγω κάποιον ή κάτι 3. ( ομαι) επανέρχομαι, επιστρέφω μσν. 1. μεταθέτω, μετακινώ, μεταβιβάζω 2.… … Dictionary of Greek
αποτείνω — (AM ἀποτείνω) ( ομαι) απευθύνω τον λόγο σε κάποιον νεοελλ. φρ. «αποτείνω τον λόγο» μιλώ σε κάποιον αρχ. μσν. ( ομαι) αναφέρομαι σε κάτι, υπαινίσσομαι κάτι αρχ. Ι. 1. επιμηκύνω, εκτείνω 2. (για λόγο) παρατείνω την ομιλία μου, μακρηγορώ 3. τεντώνω… … Dictionary of Greek
αποφαίνομαι — (AM ἀποφαίνω κ. ομαι) ( ομαι) 1. εκφέρω γνώμη, λέω την άποψή μου 2. (για δημόσια αρχή) εκδίδω απόφαση, αποφασίζω αρχ. Ι. ενεργ. 1. καθιστώ φανερό, αποκαλύπτω 2. γνωστοποιώ, παρέχω ενδείξεις 3. παριστάνω, παρουσιάζω 4. καταγγέλλω 5. παρουσιάζω… … Dictionary of Greek