-
1 υπολύομαι
ὑπολύωloosen beneath: pres ind mp 1st sg (epic)ὑπολύ̱ομαι, ὑπολύωloosen beneath: pres ind mp 1st sg -
2 ὑπολύομαι
ὑπολύωloosen beneath: pres ind mp 1st sg (epic)ὑπολύ̱ομαι, ὑπολύωloosen beneath: pres ind mp 1st sg
См. также в других словарях:
ὑπολύομαι — ὑπολύω loosen beneath pres ind mp 1st sg (epic) ὑπολύ̱ομαι , ὑπολύω loosen beneath pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπολύω — Α [λύω] 1. λύνω ή χαλαρώνω κάτι από κάτω ή χαμηλά («πολλῶν ἀνδρῶν ὑπὸ γούνατ ἔλυσε», Ομ. Οδ.) 2. (σχετικά με άλογα ή βόδια) λύνω από τον ζυγό 3. (σχετικά με πρόσ.) ελευθερώνω, απαλλάσσω από τα δεσμά 4. λύνω και βγάζω τα παπούτσια κάποιου 5. (μέσ … Dictionary of Greek