Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γήμασθ

См. также в других словарях:

  • γήμασθ' — γήμασθε , γαμέω D Deor. aor imperat mid 2nd pl γήμασθαι , γαμέω D Deor. aor inf mid γήμασθε , γαμέω D Deor. aor ind mid 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διατρίβω — (AM διατρίβω) 1. διαμένω, παραμένω, κατοικώ 2. (για χρόνο) ξοδεύω, σπαταλώ, περνώ την ώρα μου («ὀλίγον δὲ χρόνον διατρίψαντες ἐξερχόμεθα», Ξεν. Ελλ.) 3. (απολ.) χάνω τον καιρό μου, χρονοτριβώ, καθυστερώ («οὐ μὴ διατρίψεις», Αριστφ. Βάτρ.) 4.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»