-
1 γένεθλον
γένεθλον, τό, Abstammung, Aesch. Suppl. 287; Stamm, Geschlecht, Sprößling, Ἀτρέως, Λήδας, Ag. 758. 888; Soph. O. R. 180, u. sonst bei Tragg.; τὰ ϑνητῶν γένεϑλα, die Menschengeschlechter, Soph. O. R. 1425; Simon. bei Plat. Prot. 346 c; auch sp. D.
-
2 γενεθλον
τό1) род, происхождение(γ. σπέρμα τε Ἀργεῖον Aesch.)
2) род, племя, потомство(Λήδας Aesch.; Οἰταίου πατρός Soph.)
τὰ θνητῶν γένεθλα Soph. — человеческий род -
3 γένεθλον
γένεθλονrace: neut nom /voc /acc sg -
4 γένεθλον
γένεθλον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γένεθλον
-
5 γένεθλον
γένεθλον,Abstammung; Stamm, Geschlecht, Sprößling; τὰ ϑνητῶν γένεϑλα, die Menschengeschlechter -
6 γενέθλοις
γένεθλονrace: neut dat pl -
7 γένεθλα
γένεθλονrace: neut nom /voc /acc pl -
8 ἀμφί-δυμος
ἀμφί-δυμος ( δύομαι), von beiden Seiten zugänglich, Hom. einmal, Od. 4, 847 λιμένες δ' ἔνι ναύλοχοι αὐτῇ ἀμφίδυμοι, Plur. Homerisch für den Sing.; – ἀκταί Ap. Rh. 1, 940; Opp. Cyn. 3, 483 der Strauß γένεϑλον ἀμφίδυμον – μετὰ στρουϑοῖο κάμηλος, ein Doppelgeschlecht; öfter bei sp. D. für zweifach, zwei.
-
9 γενέθλω
-
10 γενέθλῳ
-
11 γένεθλ'
γένεθλα, γένεθλονrace: neut nom /voc /acc pl -
12 σπέρμα
I mostly, seed of plants, σ. ἀνιέναι, κρύπτειν, h.Cer. 307, cf. Hdt.3.97: pl., Hes.Op. 446; σ. τῇ γῇ διδόναι, ἐμβαλεῖν, X.Oec.17.8, 10: prov.,εἰς πέλαγος σ. βαλεῖν Epigr.Gr.1038.8
([place name] Pamphylia); of fruit, Antiph.58.4; τοῖς γαίης σπέρμασι with the products of earth, of corn-stalks, AP9.89 (Phil.).2 metaph., germ, origin of anything,σ. πυρός Od.5.490
;φλογός Pi.O.7.48
, cf. P.3.37; σπέρματα, = στοιχεῖα, elements, Anaxag.4, cf. Epicur.Ep.2p.38 U., Fr. 250;ὁ τὸ σπέρμα παρασχών, οὗτος τῶν φύντων αἴτιος D.18.159
;συκοφάντου σ. καὶ ῥίζαν οἴεται δεῖν ὑπάρχειν τῇ πόλει Id.25.48
;σ. τῆς στάσεως Plu. Mar.10
;τοῦ ὅρκου Longin.16.3
.II of animals, seed, semen, φέροισα σ. θεοῦ pregnant by the god, Pi.P.3.15; but σ. φέρειν Ἡρακλέους to be pregnant of Heracles, Id.N.10.17;μυελὸν.. εἰς σ. καὶ γόνον μερίζεσθαι Ti.Locr.100b
, cf. Pl. Ti. 86c;σ. παραλαβεῖν E.Or. 553
;σπέρματος πλῆσαι Plu.Lyc. 15
: pl.,κατ' ἀμφότερα τὰ σ. θεῶν ἀπόγονος Hp.Ep.2
.2 race, origin, descent,τοὐμὸν.. σπέρμ' ἰδεῖν βουλήσομαι S.OT 1077
; τίνος εἶ σπέρματος πατρόθεν; Id.OC 214 (lyr.);γένεθλον σπέρμα τ' Ἀργεῖον A.Supp. 290
, cf. Ch. 236;σ. ἄντασ' Ἐρεχθειδᾶν S.Ant. 981
(lyr.), cf. Pi.O.7.93, etc.
См. также в других словарях:
γένεθλον — γένεθλον, το (Α) 1. γενιά, καταγωγή 2. γόνοι, απόγονοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενε (< *γεν∂ ), δισύλλαβη μορφή τής ρίζας γεν τού γίγνομαι* + (επίθημα) θλο , παράλληλος τ. τού γενέθλη*] … Dictionary of Greek
γένεθλον — race neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενέθλοις — γένεθλον race neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γενέθλῳ — γένεθλον race neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γένεθλα — γένεθλον race neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
-θλον — επίθημα τής Αρχαίας Ελληνικής που μαρτυρείται σε μικρό αριθμό λέξεων, από τις οποίες ορισμένες απαντούν μέχρι σήμερα. Το θ τού επιθήματος είναι το ίδιο με αυτό που απαντά στα θμο και θρο , αλλά δεν είναι γνωστό αν πρόκειται για προσδιοριστικό τής … Dictionary of Greek
αλλογένεθλος — ἀλλογένεθλος, ον (Α) ο αλλογενής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο * + γένεθλον] … Dictionary of Greek
γενέθλη — και γενέθλα, η (Α) 1. (για πρόσωπα) γενιά, οικογένεια 2. (για άλογα) γένος, ράτσα 3. γόνοι, απόγονοι 4. τόπος γεννήσεως, κοιτίδα 5. ο χρόνος τής γέννησης κάποιου, η γέννηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενε (< *γεν∂ ), δισύλλαβη μορφή τής ρίζας γεν τού… … Dictionary of Greek
καλλιγένεθλος — καλλιγένεθλος, ον (Α) 1. ο καλοσχηματισμένος, ο καλοφτειαγμένος 2. αυτός που έχει αποκτήσει ωραία παιδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + γένεθλος (< γένεθλον «απόγονος»), πρβλ. αριστο γένεθλος, πρεσβυ γένεθλος] … Dictionary of Greek
καρπογένεθλος — καρπογένεθλος, ον (Α) καρπογόνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + γένεθλος (< γενέθλη, γένεθλον < γίγνομαι), πρβλ. καλλι γένεθλος, υψι γένεθλος] … Dictionary of Greek