Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

γέλωτι

См. также в других словарях:

  • γέλωτι — γέλως laughter masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐκθνήσκειν γέλωτι. — ἐκθνήσκειν γέλωτι. См. Помирать со смеху …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • помирать со смеху — (хохотать до надсаду) Ср. Мне все дают взаймы, сколько угодно. Оригиналы страшные, от смеху ты бы умер. Гоголь. Ревизор. 5, 8. Письмо Хлестакова к Тряпичкину. Ср. Sterben, sich den Bauch halten ( vor Lachen). Ср. Risu dissolvit ilia. Со смеху… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Помирать со смеху — Помирать со смѣху (хохотать до надсаду). Ср. Мнѣ всѣ даютъ въ займы, сколько угодно. Оригиналы страшные, отъ смѣху ты бы умеръ. Гоголь. Ревизоръ. 5, 8. Письмо Хлестакова къ Тряпичкину. Ср. Sterben, sich den Bauch halten ( vor Lachen). Ср. Risu… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • εφίημι — (Α ἐφίημι και ιων. τύπος ἐπίημι) νεοελλ. (μόνο το μέσ.) εφίεμαι επιθυμώ θέλω, ποθώ, κατέχομαι από επιθυμία μσν. αρχ. μέσ. ἐφίεμαι αποβλέπω σε κάτι αρχ. 1. στέλνω σε κάποιον 2. παρακινώ, παροτρύνω, παρορμώ σε κάτι 3. (για πράγματα και ειδ. για το… …   Dictionary of Greek

  • κάρα — (Kara). Τοπωνύμιο της Ρωσίας. 1. Ακραίο θαλάσσιο τμήμα (880.000 τ. χλμ.) του Αρκτικού ωκεανού. Έχει μέσο βάθος 127 μ. και μέγιστο βάθος 620 μ. Ορίζεται από την ακτογραμμή της πεδιάδας της δυτικής Σιβηρίας και από τα νησιά Νέα Γη, Γη του… …   Dictionary of Greek

  • κατάμυσις — κατάμυσις, ἡ (Α) [καταμύω] 1. το κλείσιμο τών ματιών 2. το νεύμα με τα βλέφαρα («γέλωτι και λαλιῇ καὶ καταμύσει», Αρετ.) …   Dictionary of Greek

  • ληκίνδα — (Α) φρ. «ληκίνδα παίζειν» παίζω με χρόνο, κρατώ τον χρόνο χτυπώντας στο τύμπανο τα δάχτυλα («ὁ δὴ ληκίνδα ἔπαιζεν, ἄλλος ἐρρικνοῡτο σὺν γέλωτι τὴν ὀσφῡν», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ληκ τού ληκάω + κατάλ. ίνδα (πρβλ. ελκυστ ίνδα, κρυπτ ίνδα). Ο… …   Dictionary of Greek

  • παιδιά — η (ΑΜ παιδιά) [παις, παιδός] 1. παιχνίδι, ιδίως ομαδικό και κατάλληλα οργανωμένο («παιδιαὶ μαχητικαί, αὐλητικαί, ἐριστικαί», Αριστοτ.) 2. χαριεντισμός, αστειότητα, πείραγμα («τὸν ἐν γέλωτι καὶ ἀκράτῳ καὶ σκώμμασι καὶ παιδιαῑς ἔλεγχον», Πλούτ.)… …   Dictionary of Greek

  • πολυστένακτος — η, ο / πολυστένακτος, ον, ΝΜΑ, πολυστέναχτος, η, ο, Ν, πολυστέναχος, ον, Μ 1. αυτός που επιφέρει, που προκαλεί πολλούς στεναγμούς 2. ο γεμάτος στεναγμούς («τὸν πολυστένακτον ἀνθρώπων βίον γέλωτι κεράσας», Ανθ. Παλ.) νεοελλ. αυτός που στενάζει… …   Dictionary of Greek

  • συγκροτώ — συγκροτῶ, έω, ΝΜΑ [κροτῶ] 1. συνθέτω, συνιστώ ένα σύνολο με τη συνένωση πολλών πραγμάτων ή στοιχείων αρμονικά διατεταγμένων 2. φρ. «συγκροτώ μάχη» συνάπτω μάχη, μάχομαι νεοελλ. 1. (για πλήθος προσώπων) πράττω κάτι από κοινού 2. (η μτχ. παθ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»