-
41 μελλέ-γαμος
μελλέ-γαμος, = μελλόγαμος, Arcad. 30, 25.
-
42 δευτερο-γάμος
δευτερο-γάμος, zum zweitenmale heirathend, Sp.
-
43 δί-γαμος
-
44 μουνό-γαμος
μουνό-γαμος u. ä. compp., ion. = μονόγαμος, w. m. s.
-
45 μονό-γαμος
μονό-γαμος, der nur einmal heirathet, nur eine Frau hat, Sp.
-
46 θυγατρό-γαμος
θυγατρό-γαμος, mit der Tochter verheirathet, γεννητήρ Nonn. D. 12, 74.
-
47 λιπό-γαμος
λιπό-γαμος, die Ehe verlassend, Eur. Or. 1305.
-
48 οἰό-γαμος
-
49 λῡσί-γαμος
λῡσί-γαμος, ἀγγελίαι od. ἀμβολίαι, die Ehe auflösend, Agath. 3 (V, 302).
-
50 αἰνό-γαμος
αἰνό-γαμος, unglücklich vermählt, Πάρις Eur. Hel. 1120, Alex.
-
51 μῑσό-γαμος
μῑσό-γαμος, die Ehe hassend, ehescheu (?).
-
52 ἀ-πειρό-γαμος
ἀ-πειρό-γαμος, unverheirathet, νύμφα Eubul. bei Ath. VII, 300 b; μήτηρ ist Maria bei christlichen Dichtern in Anth.
-
53 ἀρτί-γαμος
ἀρτί-γαμος, jüngst vermählt, Ep. ad. 729 a (App. 233); παστάς Nonn. D. 8, 190.
-
54 ὀψί-γαμος
ὀψί-γαμος, spät heirathend, Sp.
-
55 ἀγχί-γαμος
ἀγχί-γαμος, κούρη Nonn. D. 5, 572, der Hochzeit nahe.
-
56 ἀμερσί-γαμος
ἀμερσί-γαμος, der Hochzeit beraubend, Nonn. D. 7. 226. 8, 372.
-
57 ὁμό-γαμος
ὁμό-γαμος, zusammen verheirathet, Gatte, Gattinn, Eur. Phoen. 139 Herc. Fur. 339.
-
58 ἁμαρτί-γαμος
ἁμαρτί-γαμος, die Ehe verfehlend, ohne Ehe, Nonn. D. 48, 94.
-
59 ἐπί-γαμος
-
60 ἐλεγξί-γαμος
ἐλεγξί-γαμος, ποταμός, die Ehe prüfend, bewährend, ep. symm. her. 32 (IX, 125).
См. также в других словарях:
γάμος — wedding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
γάμος — ο 1. ηνόμιμη ένωση άντρα και γυναίκας, η παντρειά: Ήταν άτυχη στο γάμο της. 2. το μυστήριο του γάμου, η στέψη: Θύμωσε γιατί δεν την καλέσαμε στο γάμο μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολιτικός γάμος — Γάμος που τελείται μπροστά στα αρμόδια όργανα της κρατικής εξουσίας. Σε ορισμένες χώρες είναι υποχρεωτικός, ενώ σε άλλες είναι ισόκυρος προς τον θρησκευτικό, οπότε οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να τελέσουν όποιον από τους δύο θέλουν ή και τους δύο.… … Dictionary of Greek
ιερός γάμος — Συμβολική ένωση στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Επρόκειτο για ενώσεις κάποιας μεγάλης θεάς με δευτερεύοντα θεό ή θνητό, που συμβόλιζαν την ανοιξιάτικη γέννηση της φύσης. Ο χειμώνας και η παρακμή συμβολίζονταν με τον (συνήθως βίαιο) θάνατο του… … Dictionary of Greek
γάμω — γάμος wedding masc nom/voc/acc dual γάμος wedding masc gen sg (doric aeolic) γά̱μω , γαμέω D Deor. aor subj act 1st sg (doric) γά̱μω , γαμέω D Deor. aor ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγαμία — Γάμος ενός άνδρα με πολλές γυναίκες (πολυγυνία) ή μιας γυναίκας με πολλούς άνδρες (πολυανδρία). * * * η, ΝΑ [πολύγαμος] 1. σύναψη γάμου ενός άνδρα με περισσότερες από μία συζύγους, πολυγυνία 2. το να παντρεύεται κανείς πολλές φορές νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
γάμε — γάμος wedding masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμοι — γάμος wedding masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμοιν — γάμος wedding masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμοιο — γάμος wedding masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)