-
1 Γαλλος
-
2 Γάλλος
Γάλλοςpriest of Cybele: masc nom sg -
3 Γάλλος
-
4 γάλλος
Grammatical information: m.Meaning: `a priest of Cybele, eunuch' (inscr, Epict.)Compounds: γαλλομανής, γαλλιαμβικόν metrical term (not in LSJ)Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Phryg.Etymology: In antiquity supposed to be Phrygian. Here probably γάλλαρος q.v.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γάλλος
-
5 Γάλλος
ο, Γάλλίδα η францу|з, -женка -
6 γάλλος
ο индюк -
7 Γάλλος
[галос] ουσ α Француз. -
8 Γάλλε
Γάλλοςpriest of Cybele: masc voc sg -
9 Γάλλοι
Γάλλοςpriest of Cybele: masc nom /voc pl -
10 Γάλλοις
Γάλλοςpriest of Cybele: masc dat pl -
11 Γάλλοισι
Γάλλοςpriest of Cybele: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
12 Γάλλον
Γάλλοςpriest of Cybele: masc acc sg -
13 Γάλλου
Γάλλοςpriest of Cybele: masc gen sg -
14 Γάλλους
Γάλλοςpriest of Cybele: masc acc pl -
15 Γάλλων
Γάλλοςpriest of Cybele: masc gen pl -
16 Γάλλως
Γάλλοςpriest of Cybele: masc acc pl (doric) -
17 χαιτήεις
-
18 νεή-τομος
-
19 νεητομος
-
20 χαιτηεις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Γάλλος — priest of Cybele masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γάλλος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 430 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το Ρέθυμνο, σε μια περιοχή κατάφυτη από βελανιδιές. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεθύμνης. II Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1.… … Dictionary of Greek
γάλλος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 200 μ., 430 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το Ρέθυμνο, σε μια περιοχή κατάφυτη από βελανιδιές. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ρεθύμνης. II Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1.… … Dictionary of Greek
Ακουίλιος, Γάιος Γάλλος — (Caius Gallus Aquilius, 1ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος νομομαθής, μαθητής του Μούκιου Σκαιόλα, που τον θαύμαζε ο Κικέρωνας για τη ρητορική του δεινότητα. Έγινε γνωστός με την actio de dolo (αγωγή για δόλο) και την stipulatio aquilliana (ακουιλιανή… … Dictionary of Greek
Τρεμπονιανός Γάλλος, Γάιος Βίμπιος — (Trebonianus Gallus, ; – 253 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Κυβερνήτης της Κάτω Μοισίας, το 250 δέχτηκε την επίθεση των Γότθων και σώθηκε από τον αυτοκράτορα Δέκιο, που βρήκε τον θάνατο από προδοσία εκείνου στη μάχη της Αβρίττου (251). Ανακηρύχθηκε … Dictionary of Greek
Ελυάρ, Πωλ — Γάλλος ποιητής. Βλ. λ. Ελιάρ, Πολ … Dictionary of Greek
Λωτρεαμόν — Γάλλος ποιητής. Βλ. λ. Λοτρεαμόν … Dictionary of Greek
Μαιζών, Νικόλαος Ιωσήφ — Γάλλος στρατάρχης. Βλ. λ. Μεζόν, Νικολά Ζοζέφ … Dictionary of Greek
Μπερανζέ, Πιερ Ζαν ντε- — Γάλλος ποιητής, γνωστός στη χώρα μας με το εξελληνισμένο όνομα Βερανζέρος. Βλ. λ. Βερανζέρος, Πέτρος Ιωάννης … Dictionary of Greek
Μπεργκσόν, Ανρί — Γάλλος φιλόσοφος. Βλ. λ. Μπερξόν, Ανρί … Dictionary of Greek
Μωπασάν, Γκυ ντε- — Γάλλος συγγραφέας. Βλ. λ. Μοπασάν, Γκι ντε . Γκυ ντε Μοπασσάν. Λιθογραφία του Γκρω Σαλά για μια έκδοση του μυθιστορήματος Ο «Φιλαράκος» (Biblioth?que de l’Arsenal, Παρίσι) … Dictionary of Greek