-
61 γαλαθηνός
A sucking, young, tender,νεβροί Od.4.336
, cf. Anacr.51;τέκος Simon.52
;ἄρνες Theoc.18.41
, J.AJ6.2.2; γαλαθηνά (sc. πρόβατα) Hdt.1.183; (sc. χοιρία) opp. τέλεια, Pherecr.44, cf. Hp.Aff.43, SIG1015.32 (Halic., written γαλαθεινός); ἀρνῶν καὶ χοίρων Crates Com.1
;ὗς Pherecr.28
, cf. Arist.HA 603b25;βρέφη Clearch.17
, cf. Theoc.24.31. (γάλα, θῆσθαι.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαλαθηνός
-
62 γαλάκτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γαλάκτιον
-
63 γάλιον
γάλιον, τό, -
64 γλάγος
-
65 γομφόω
A fasten with bolts or nails, esp. of ships,ἴκρια γομφώσαντες Nonn.D.40.447
:—mostly in [voice] Pass., γεγόμφωται σκάφος the ship's hull is ready built, A.Supp. 440, cf.Ar.Eq. 463, AP11.248 ([place name] Bianor).II metaph., curdle,γάλα λευκὸν ἐγόμφωσεν Emp.33
. -
66 γυψώδης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυψώδης
-
67 δονέω
A shake, of the effects of the wind, τὸ δέ τε πνοιαὶ δονέουσιν they shake the young tree, Il.17.55; ἄνεμος.. νέφεα σκιόεντα δονήσας having driven them, 12.157;ἀνέμῳ δεδονημένον αὖον ἄχερδον Theoc. 24.90
: generally, shake, δ. γάλα, in order to make butter, Hdt.4.2;δ. ἄκοντα Pi.P.1.44
:—[voice] Pass., δονοῦνται τὸ νευρῶδες have twitchings in the tendons, Paul.Aeg.6.74.2 drive about, τὰς.. οἶστρος.. ἐδόνησεν (sc. τὰς βόας) Od.22.300; disturb, terrify, Tim.Pers. 222: hence of love, agitate, excite, Sapph.40, Ar.Ec. 954 (lyr.);ποθεινὰ Ἑλλὰς αὐτὰν δ. μάστιγι πειθοῦς Pi.P.4.219
, cf. 6.36 ([voice] Pass.);θυμὸν δονέουσι μέριμναι B.1.69
(but δ. καρδίαν to agitate one's mind, Fr.8);ὀσμὴ.. μυκτῆρα δονεῖ Mnesim.4.60
;ἡμᾶς ἐδόνησεν ἡ μουσική Alciphr.Fr.6.12
:—[voice] Pass., ἡ Ἀσίη ἐδονέετο Asia was in commotion, Hdt.7.1;τὰ ὑπερόρια πολέμοις ἐδονεῖτο App.BC4.52
;πελέκεσσι δονεῖσθαι Corinn. 18
;Ἔρωτι δονεύμενος Bion Fr.6.5
;παῖδα ποθῶν δεδόνητο Theoc.13.65
: [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense,ἅρματα καλὰ δονήσεται h.Ap. 270
.3 [voice] Pass., wheel, of troops, Arist.Mu. 399b9.II of sound, murmur, buzz, of bees, prob. in h.Merc. 563; δ. θρόον ὕμνων rouse the voice of song, Pi.N.7.81:—also in [voice] Med. or [voice] Pass.,λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται Id.P.10.39
; of bees, Choeril.2;ῥοιζήμασιν αἰθὴρ δονεῖται Ar.Av. 1183
.—Poet. word, used in [dialect] Ion., X.Smp.2.8, and late Prose; of medical percussion, Aret.SD2.1. -
68 δοξόφαυλος
δοξό-φαυλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δοξόφαυλος
-
69 εὐτραφής
A well-fed, thriving, fat, Hp.Aër.12, E. Med. 920, IT 304, Arist.HA 546a15, etc.; large, well-grown, of peppercorns, Gal.6.270 ([comp] Sup.); luxuriant, of hair-growth, Id.1.326 ([comp] Sup.); τὸ εὐτραφές, = εὐτροφία, Polyaen.7.36. Adv. - φῶς, [dialect] Ion. -φέως, ἔχειν to be fat, Hp.Septim.8, cf.Philostr.VS2.1.7.II [voice] Act., nourishing, ([comp] Sup., lyr.); , Philostr.VA3.9; v.l. in Thphr.CP1.18.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐτραφής
-
70 εὐχερής
εὐχερ-ής, ές,A tolerant of or indifferent to evil, unpleasantness or inaccuracy, not squeamish, ;οὐδενὸς γὰρ πώποτε ἀπέβαλεν ὀσπρίου λέπος· οὕτως ἐκεῖνός ἐστιν εὐ. ἀνήρ Alex. 266.8
, cf. Aristopho 12.5, S.Ph. 519, 875; of lizardeaters,λίαν εὐχερεῖς Menesth.
ap. Orib.2.68.13; εὐ.βίος of the swineherd, Pl.Plt. 266d; τὸ εὐ. τῶν ὀνομάτων the loose use of names, Id.Tht. 184c. Adv. -ρῶς, φέρειν τὴν ὠχρότητα, i.e. gloss it over, Id.R. 474e, cf. Tht. 154b;εὐ. ἔχειν πρὸς τὴν ἀνθρωποφαγίαν Arist. Pol. 1338b21
; -: [comp] Comp. - έστερον, πρὸς πᾶν βρῶμα ἔχειν X.Lac.2.5
; ἄλλο μικρῷ μεῖζον -έστερον κινοῦσιν more readily, with fewer qualms, Arist. Pol. 1307b5, cf. Din. 1.55.2 unscrupulous, reckless, D.21.103, Arist. Metaph. 1025a2. Adv. - ρῶς heedlessly, recklessly,ὦ λέγων εὐχερῶς ὅτι ἂν βουληθῇς D.18.70
, cf. 264.II indifferent to danger or suffering, cool, unconcerned, unflinching, τῆς πολεμικῆς χρείας τῆς κατ' ἄνδρα.. εὐχερεῖς καὶ πρακτικοί cool and efficient in individual fighting, Plb.4.8.9;εἰς εὐχερῆ τῆς ἀποτέξεως ὑπομονήν Sor.1.46
(cf.εὐχέρεια 11
). Adv. - ρῶς καὶ εὐκόλως ἐξέπιεν drank the hemlock coolly and good-humouredly, Pl.Phd. 117c.III easy, εὐχερές ἐστι c. inf., Batr.62;τὰ λαχανευόμενα μεταφυτεύεται πρὸς εὐχερῆ τελείωσιν Sor.1.87
: [comp] Comp., ib. 108. Adv. -ρῶς, νόσου γινομένης εὐχερῶς ἀποξύνεται τὸ γάλα Id.1.115
, cf. PLond.2.401.24 (ii B.C.): [comp] Sup. - έστατα, τρέπονται (sc. εἰς φυγήν) D.S.31.38.2 σπασμοὶ εὐχερέες, i.e. not dangerous, Hp. Prorrh.1.119 (cf. Gal.16.773); cf.εὐήθης 1.3
.3 c. dat., suitable, adapted, θάλασσα.. μεγάλαις ναυσὶν οὐκ εὐ. App.BC2.84.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐχερής
-
71 ζωρός
ζωρός, όν,A pure, sheer, prop. of wine without water, like ἄκρᾱτος, ζ. μέθυ A.R.1.477;πόμα AP12.50
(Asclep.); πότος Hippoloch. ap. Ath.4.129d: abs., ζωρός (sc. οἶνος) AP6.105 (Apollonid.), etc.: [comp] Comp., ζωρότερον δὲ κέραιε mix the wine more pure, i.e. add less water, Il.9.203, cf. Arist.Po. 1461a14;κεράσας ζωρότερον 'Ομηρικῶς Ephipp.10
; so later- ότερον πίνειν Hdt.6.84
; and in the sense drink hard,ζ. πιεῖν Thphr.Char.4.6
, cf. Ael.VH13.4, Luc.Tim.54, etc.;πίνειν-οτέρῳ χρώμενον οἰνοχόῳ Antiph.149
; ζωρὸν δέπας a cup of sheer wine, AP11.28 (Marc. Arg.); ζωρὸν πέλαγος a sea of wine, ib.7.457.6 ([place name] Aristo); ζωρότερον κισσύβιον ib.5.288.4 (Agath.); of drugs, Luc. DMort.7.1, Nav.45;διδόναι τι ζωρότερον ἐσθίειν Hp.Nat.Mul.69
;- ότερον γάλα Ruf.Fr.118
: metaph.,ζωροτάτη μανίη AP7.30
(Antip. Sid.). (In Philum.Ven.2.3, 4.2 ζωρός is opp. ἄκρατος, and so perh. in Emp.35.15, but the reading is doubtful.) -
72 θηλή
-
73 θήνιον
θήνιον· γάλα, Hsch. -
74 καταθρύπτω
A break in pieces,γυῖα Nic.Al.61
;λάγανον Artem.
ap. Ath.14.663e;κ. ἄρτους εἰς γάλα D.S.1.83
, cf. Dieuch. ap. Orib.Syn. 5.33 ([voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταθρύπτω
-
75 κατασπάω
A draw, pull down, ; κατασπάσαι τινὰ τῶν τριχῶν drag one down by the hair, Ar.Lys. 725;τινὰ τοῦ σκέλους Antiph.86.3
; κ. τὰς πεντηκοντέρους haul them down to the sea, set them afloat, Hdt.1.164, cf. 7.193; τὰ σημεῖα κατεσπάσθη (in token of defeat), Th.1.63;κ. τινὰ ἀπὸ τοῦ ἵππου X.An.1.9.6
; κατεσπακὼς τὰς ὀφρῦς, of one frowning, Alciphr.3.3:—[voice] Pass., to be drawn down, τὰ κατασπώμενα.. κἀνασπώμενα, of the limbs of puppets, X.Mem.3.10.7; κατεσπασμέναι ὀφρύες, of one frowning, Arist.HA 491b17; κατασπᾶσθαι ἐς ὕπνον, ἐς δάκρυα, Luc.DMar.2.2, Anach.23.2 [voice] Pass., to be displaced downwards, of a dislocated bone, Hp.Mochl. 4, 5; to be convulsed, suffer a spasm, Id.Epid.3.17.β (or perh. to be drawn, as in facial paralysis); fall into a trance, PMag.Lond.121.549.II draw down or forth,τὰ γυναικεῖα Hp.Epid.6.8.32
, cf. Arist.GA 750b35;γάλα Dsc.3.58
; draw off,τὸ τὴν νοῦσον παρέχον Hp.Loc.Hom.30
([voice] Pass.); χυμοὺς κ. [τὸ λουτρόν] App.Anth.3.158.IV pull down, οἶκον, ἄλση, LXX 2 Ch.24.7, 34.7; τὰ ὑψηλά ib. 31.1, cf. PTeb.5.134 (ii B.C., [voice] Pass.);τὴν Σμύρναν Str.14.1.37
, cf. 16.2.30 ([voice] Pass.); κ. τὰς τάξεις break the ranks, Plb.1.40.13: metaph., Phld. D.1.17.VII v. κατασπεύδω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατασπάω
-
76 κλάγ[γ]ος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κλάγ[γ]ος
-
77 κμητός
A wrought, Hsch., EM521.31:—found only in compds. [full] κνᾰδάλλω, = κνάω, scratch, Hsch. [full] κνάζει· βοηθεῖ, Id. [full] κναίω, = κνάω, prob.l. for καινιεῖ, LXXSi.38.28:— elsewh. only in compds. [full] κνᾱκίας, [full] κνᾱκός, [full] κνάκων, [dialect] Dor. for κνηκ-. [full] κνᾶμις, v. κνημίς. [full] κνάμπτω, v. κνάπτω. [full] κνάξ· γάλα λευκόν, Hsch.; cf. [full] κναξζβί (cj. κνάξ) Thespis 4. -
78 κουρά
A cropping of the hair,τῶν τριχῶν τὴν κ. κείρεσθαι Hdt.3.8
;κουρᾶς δεῖσθαι Arist.PA 658b20
;ἐν χρῷ κ. Diocl. Fr.141
: freq. as a sign of mourning,κ. πενθίμῳ E.Alc. 512
, Or. 458;κουραῖσι καὶ θρήνοισι Id.Hel. 1054
;κουραῖς διατετιλμένης φόβην S.Fr. 659.7
.2 generally, cropping, lopping,δρυοτομικὴ καὶ κ. σύμπασα Pl.Plt. 288d
; of animals that feed on grass, Arist.PA 693a17.2 wool shorn, fleece, PCair.Zen.433.26 (pl., iii B. C.);κουρᾷ κοσμοῦντα θρέμματα Porph.Abst.3.19
: pl., κουρὰς προβάτων καὶ γάλα βοῶν ib.18. -
79 κυμαίνω
Aἐκύμηνα Arr.An.2.10.3
: [tense] aor. 1 [voice] Pass.ἐκυμάνθην Plu.Ant.65
: ([etym.] κῦμα):—rise in waves, swell, ἐπὶ πόντον ἐβήσετο κυμαίνοντα over the billowy sea, Il.14.229, cf. Od.4.425, 570, etc.; of a pot, boil, Call.Fr.anon.41;κ. ἄνω καὶ κάτω Pl.Phd. 112b
; κυμανεῖ τὸ ὅλον Xuthusl. c.; κ. τῇ πορείᾳ undulate, of caterpillars, Arist.HA 551b7;τὰ ἄποδα.. κυμαίνοντα προέρχεται Id.IA 709a24
; of a line of soldiers, Plu.Pomp.69, cf. Arr.An. l.c.2 metaph., of restless passion, swell, seethe,κυμαίνοντ' ἔπη A.Th. 443
;ἄνθος ἥβας κυμαίνει Pi.P.4.158
; αἱ ψυχαὶ κ. μειζόνως, with passion, Pl.Lg. 930a;κ. ἐκ τῆς ἐπιθυμίας Ael.NA7.15
; ἐς τὴν ὁμιλίαν ib.15.9.3 trans., toss on the waves,τὸ δέπας Pherecyd.18
(a) J.; agitate,τὴν θάλατταν Luc.DMar.7.1
;οἴστρῳ κ. θεούς APl.4.196
(Alc. Mess.):—[voice] Pass., to be agitated,τὸ πέλαγος κ. Hp.Flat.3
, Plu. Ant. l.c., cf. Opp.H.4.676;πόθῳ Pi.Fr.123.3
; vibrate, Nicom.Harm. 3.II (κῦμα 11
) to swell, to be pregnant,κ. γαστέρα Opp.C.1.359
; κύστιδα ib.4.443;μαζοὶ.. γάλα -ουσι Marc.Sid.91
:—[voice] Med.,Σεμέλης κυμαίνετο γαστήρ Nonn.D.8.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυμαίνω
-
80 κωλακρέτης
κωλακρέτ-ης, ου, ὁ, name of a financial official in early Athens and elsewhere (cf. foreg.), IG12.19.13, al., Arist.Ath. 7.3, Ar.V. 695, Av. 1541; κωλακρέτου γάλα, comically for the μισθὸς δικαστικός, Id.V. 724. (Written κωλαγρ- in Cod. Rav. of Ar., Tim. Lex.; derivation from κωλᾶς ἀγρεῖν or ἀγείρειν perh. implied by Suid.A s.v. κωλακρέτης.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωλακρέτης
См. также в других словарях:
γάλα — lac neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
γάλα — το, ατος 1. υπόλευκο θρεπτικό υγρό που εκκρίνεται από τους μαστούς της γυναίκας ή των θηλαστικών ζώων: Μητρικό γάλα.–Πρόβειο γάλα.– Αγελαδινό γάλα. 2. κάθε υγρό που μοιάζει με γάλα: Γάλα καρύδας. 3. φρ., «Και του πουλιού το γάλα», το πιο σπάνιο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὀρνίθων γάλα. — ὀρνίθων γάλα. См. В Москве только нет птичьего молока … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Άγιο Γάλα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 240 μ., 169 κάτ.) της Χίου. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό άκρο του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αμανής του νομού Χίου. To όνομά του το οφείλει στην παλαιά εκκλησία Αγιογαλούσαινα, που βρίσκεται στο κοίλωμα του… … Dictionary of Greek
ασβέστου, γάλα — Εναιώρημα του υδροξειδίου του ασβεστίου Ca(OH)2 σε νερό. Επειδή o σβησμένος ασβέστης ή υδροξείδιο του ασβεστίου παρασκευάζεται με σβήσιμο του ενεργού ασβέστη με νερό, είναι λίγο διαλυτός στο νερό (ασβεστόνερο) και γι’ αυτό κατά κανόνα προτιμάται… … Dictionary of Greek
εβαπορέ — (γάλα) γάλα αποστειρωμένο με τη διέλευση κατά την επεξεργασία του από ατμό υπό πίεση … Dictionary of Greek
γαλανείας — γαλᾱνείᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem acc pl (doric) γαλᾱνείᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλάνα — γαλά̱νᾱ , γαλήνη stillness of the sea fem nom/voc/acc dual (doric) γαλά̱νᾱ , γαλήνη stillness of the sea fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαλάνας — γαλά̱νᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem acc pl (doric) γαλά̱νᾱς , γαλήνη stillness of the sea fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάλ' — γάλα , γάλα lac neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)