Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

γάλακτι

См. также в других словарях:

  • γάλακτι — γάλα lac neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CETE — Hebraeis iisdem nominibus appellantur, quibus draco, nempe thannin et leviathan: an ob formae similitudinem, an ratione molis et quia Cetus in aquatilibus tantum praestat, Ο῞ςςον αριςτεύουςιν εν ἐρπεςτῆρςι δράκοντες, Quantum in reptilibus… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CYPHON — I. CYPHON catastae genus, qua rei vinciebantur aut torquebantur. Ita Aristoteles, Politic. l. 5. c. 6. Heracleae Eurytionem et Thebis Archiam, in adulterii poenam, δεθῆναι εν ἀγορᾷ εν τῷ κύφωνι, in foro cyphoni fuisse alligatos, scribit. Suidas… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • LAC Caprinum — non magui solum in Medicina usûs, Vide inter alia infra Praesides; sed et apud quosam populos in quottidianis cibis est. Hinc Salomon Proverb. c. 27. v. 27. Et sufficiet lac caprarum ad cibum tuum et in cibis domûs tuae et in victum ancillarum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λίβανος — Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β, Α και ΝΑ με τη Συρία, στα Ν με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο θάλασσα.Περιλαμβανόμενη μεταξύ της οροσειράς του Aντιλιβάνου και της Mπαχρ ελ Mουτεουάσιτ, η Δημοκρατία …   Dictionary of Greek

  • λιπαρότητα — η (Α λιπαρότης, ητος) [λιπαρός] η ιδιότητα τού λιπαρού, πάχος, παχύτητα («ὑπάρχει ἐν γάλακτι λιπαρότης», Αριστοτ.) αρχ. 1. λάμψη, λαμπρότητα 2. στον πληθ. αἱ λιπαρότητες παχιές ουσίες …   Dictionary of Greek

  • συγκατάφυρτος — ον, Α σύμμικτος, ανακατωμένος («γάλακτι καὶ μέλιτι συγκατάφυρτος ἄμυλος», Φιλόξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατά + φυρτός (< φύρω «αναμιγνύω»)] …   Dictionary of Greek

  • συνεκχέω — ΜΑ μέσ. συνεκχέομαι χύνομαι έξω μαζί αρχ. 1. εκβάλλω συγχρόνως («συνεκχεῑν ἰὸν τῷ γάλακτι», Αρετ.) 2. μτφ. α) εξαφανίζομαι βαθμηδόν β) εξορμώ μαζί με άλλον («Λακεδαιμόνιοι τῇ πρώτῃ εἰσαγγελίᾳ συνεκχυθέντες τὴν Σπάρτην ἔσωσαν», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»