Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βῶλον

См. также в других словарях:

  • Βῶλον — Βῶλος lump masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βῶλον — βῶλος lump fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MESOMEDES — Cretensis, poeta Adriano principi carissimus, scripsit in laudem Antinoi liberti eius. Suidas. Meminit eius Eusebius quoque in Chron. Μεσομήδης ὁ Κρὴς κιθαρωδικῶν νόμων μουσικὸς ποιητὴς γνωρίζεται, ubi κιθαρῳδικῶν νόμων ποιητης, est canticorum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • THERA — vulgo Gozi, teste Nigrô, insula maris Aegaei apud Cretam, quae, ut primum enata est, Calliste appellata fuit, teste Pliniô l. 4. c. 12. iuxta Diam, a qua Therasia postea avulsa est, proxima Anaphe, ab Heracleo oppid. Cretae 85. mill. pass. in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… …   Dictionary of Greek

  • μαχήμων — μαχήμων, ον (Α) 1. φιλοπόλεμος, μαχητικός, πολεμικός («oὐ γὰρ τοι κραδίη μενεδήϊος οὐδὲ μαχήμων», Ομ. Ιλ.) 2. (ειδικά για το έδαφος τής Κολχίδας) εκεί όπου γίνονταν πολλοί πόλεμοι ή πολλές μάχες («εὐπτολέμοις σταχύεσσι μαχήμονα βῶλον ἀνοίγει»,… …   Dictionary of Greek

  • τιό τιό — Α μίμηση τής φωνής τών πτηνών, τσίου τσίου («βῶλον ἀμφὶ τιττυβίζεθ ὧδε λεπτὸν ἁδομένᾳ φωνᾷ τιὸ τιὸ τιό», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. (πρβλ. τιττυβίζω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»