-
1 βασιλεύω
A to be king, rule, reign, ;ἶσον ἐμοὶ βασίλευε 9.616
; ἐν ὑμῖν.. βασίλευε was king among you, Od.2.47;ὄφρ' Ἰθάκης κατὰ δῆμον.. βασιλεύοι 22.52
; also of a woman, reigned as queen,Il.
6.425;ἡ δὲ Πύλου βασίλευε Od.11.285
: in [tense] aor., to have become king, Hdt.2.2: c. gen., to be king of, rule over,ἐν.. Ἰθάκῃ βασιλεύσει Ἀχαιῶν Od.1.401
, etc.;βασιλεύοντος βασιλέων Ἀρσάκου PAvrom.1
A1: c. dat., to be king among,Γιγάντεσσιν βασίλευεν Od. 7.59
; laterβ. ἐπὶ τὰς δύο βασιλείας LXX 1 Ma.1.16
:—[voice] Pass., to be governed by a king, Pl.R. 576d, 576e,al., Arist.Pol. 1284b39, etc.: c.acc. cogn., : generally, to be governed or administered, Pi.P.4.106, etc.;ὑπὸ νόμου Lys. 2.19
: hence, submit to the king, Plu.Sull.12.b to be ἄρχων β. at Athens, Isoc.18.5,IG12.7<*>6, al.; of other magistrates, SIG 709 ([place name] Chersonesus), 1054 ([place name] Samothrace).c later ἡ βασιλεύουσα πόλις the imperial city, of Rome, Ath.3.98c, cf. CPHerm. 125ii3.2 enjoy as master,τῶ χρυσῶ β. Theoc.21.60
codd.3 abs., live royally,β. ἐν πενίᾳ Plu.2.101d
, cf. 1 Ep.Cor.4.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βασιλεύω
См. также в других словарях:
θεραπήιος — θεραπήϊος, ΐα, ον (Α) (ιων. και ποιητ. τ.) 1. θεραπευτικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θεραπήια τα γιατρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεραπεύω, + ιων. καταλ. ήιος που, ενώ αρχικά σχημάτιζε μετονοματικά παράγωγα ονομάτων σε εύς (πρβλ. βασιλ ευς > βασιλ… … Dictionary of Greek
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek