Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βᾰσῐλ-εύω

См. также в других словарях:

  • θεραπήιος — θεραπήϊος, ΐα, ον (Α) (ιων. και ποιητ. τ.) 1. θεραπευτικός 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα θεραπήια τα γιατρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεραπεύω, + ιων. καταλ. ήιος που, ενώ αρχικά σχημάτιζε μετονοματικά παράγωγα ονομάτων σε εύς (πρβλ. βασιλ ευς > βασιλ… …   Dictionary of Greek

  • -ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»