Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βᾰλᾰνίζω

См. также в других словарях:

  • βαλανίζω — (Α) [βάλανος] 1. σείω τη βαλανίδια και μαζεύω τα βαλανίδια 2. βάζω σε ασθενή καθαρτική βάλανο* …   Dictionary of Greek

  • βαλανίσαι — βαλανίζω shake acorns from aor inf act βαλανίσαῑ , βαλανίζω shake acorns from aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλάνιζε — βαλανίζω shake acorns from pres imperat act 2nd sg βαλανίζω shake acorns from imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάλανος — (balanus). Γένος θυσανοπόδων μαλακίων της οικογένειας των βαλανιδών. Ζουν κολλημένα στους βράχους ή επάνω σε όστρακα διαφόρων μαλακίων, σε όλες τις θάλασσες, ακόμη και στις λιμνοθάλασσες. Ορισμένα είδη βρίσκονται και στις ελληνικές ακτές. Συνήθως …   Dictionary of Greek

  • βαλάνισσα — bathing woman fem nom/voc sg βαλανίζω shake acorns from aor ind act 1st sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»