-
1 βαθυδίνης
A deep-eddying,ποταμός Il.20.73
, etc.; :—also [suff] βᾰθῠ-δῑνήεις, εσσα, εν, Il.21.15: βαθυδίνης, ες, Dem.Bith.4.4:Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθυδίνης
-
2 βαθυδῖνήεις
βαθυ - δῖνήεις, εντος ( δίνη): deepeddying.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βαθυδῖνήεις
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский