-
1 βαθυδίνης
A deep-eddying,ποταμός Il.20.73
, etc.; :—also [suff] βᾰθῠ-δῑνήεις, εσσα, εν, Il.21.15: βαθυδίνης, ες, Dem.Bith.4.4:Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαθυδίνης
-
2 βαθυδίνης
βαθυ-δίνης = βαθυδῖνήεις, epith. of rivers; Ὠκεανός, Od. 10.511.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βαθυδίνης
См. также в других словарях:
ευρυοδίνης — εὐρυοδίνης, ὁ (Α) (για ποταμό) αυτός που σχηματίζει πλατιές δίνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + δινης (< δίνη), πρβλ. βαθυ δίνης, καλλι δίνης. Το ο συνδετικό φωνήεν, αναλογικά προς άλλα σύνθετα τού ευρυ με β συνθετικό που άρχιζε από ο ] … Dictionary of Greek
μελανδίνης — μελανδίνης, ὁ (Α) (για ποταμό) αυτός που σχηματίζει μαύρες, σκοτεινές δίνες («μελανδίνην ἀνὰ Γάγγην», Διον. Περ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + δίνη (πρβλ. βαθυ δίνης)] … Dictionary of Greek