-
1 βόσις
-
2 βόσις
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > βόσις
-
3 βόσις
βόσῑς, βόσιςfood: fem acc pl (epic doric ionic aeolic)βόσιςfood: fem nom sg -
4 βόσιν
βόσιςfood: fem acc sg -
5 βόσιος
βόσιςfood: fem gen sg (epic doric ionic aeolic) -
6 αἰγίβοσις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰγίβοσις
-
7 βούβοσις
A = βούβρωστις, EM206.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βούβοσις
-
8 μηλόβοσις
μηλό-βοσις, ἡ, fem. pr.n.,A Sheep-feeder, h.Cer.420.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηλόβοσις
-
9 συβόσιον
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > συβόσιον
-
10 βόσκω
Grammatical information: v.Other forms: Fut. βοσκήσω (Od., but s. Chantr. Gramm. hom. 1, 446), ἅπ. λεγ. βώσεσθε (A. R. 1, 685; below); ἐβοσκήθην, βεβόσκηκα, ἐβόσκησα Hell. and late.Compounds: in comp. - βώτης and - βότης ( συ-βώ-της, ἱππο-βό-της, Fraenkel 1, 35); αἰγὶβοτος `browsed by goats'; πουλυβότειρα. As first member in βωτι-άνειρα `feeding men' (Il.); s. Risch, Wortbildung 174.Derivatives: βοσκή `fodder, meadow' (A.); βόσκημα `cattle tended' (Trag.). - βοσκός `shepherd' (Aesop.) decomp., s.. Schwyzer 541; fem. βοσκάς `feeding itself' (Nic.). - βόσις `fodder' (Τ 268); βοτόν `cattle', esp. `sheep' (Il.), βοτάνη `fodder' (Chantr. Form. 199), βοτέω `tend' (Nic., H.); βοτήρ `shepherd' (o 215; fem. βότειρα (Eust.); βώτωρ (Il.), Benveniste Noms d'agent 29 on the difference between - τωρ and - τήρ).Etymology: Old IE verb. Nearest is Lith. gúotas `herd' (* gʷeh₃-to-) cf. βοτόν (* gʷh₃-to-). From this root prob. βοῦς (q.v.)Page in Frisk: 1,253-254Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βόσκω
См. также в других словарях:
βόσις — βόσις, η (Α) τροφή, βοσκή. [ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βο , βόσκω] … Dictionary of Greek
βόσις — βόσῑς , βόσις food fem acc pl (epic doric ionic aeolic) βόσις food fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόσιν — βόσις food fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βόσιος — βόσις food fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДИОГЕН ВАВИЛОНСКИЙ — ДИОГЕН ВАВИЛОНСКИЙ, или Диоген из Селевкии (Διογένης ὁ Βαβυλώνιος, ὁ Σελευκεύς) (ок. 240 ок. 150 до н. э.), стоик, ученикХрисиппа, один из самых влиятельных представителей Ранней Стой. Родом из Селевкии на Тигре (эту область собирательно… … Античная философия
αιγίβοσις — αἰγίβοσις ( εως), η (Α) βοσκή κατσικιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰγι (< αἴξ) + βόσις «τροφή ζώων»] … Dictionary of Greek
βουβόσιον — βουβόσιον, το (Α) 1. περιοχή όπου βόσκουν βόδια 2. πληθ. βουβόσια τα κτηνοτροφία βοδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + βόσις «τροφή, βοσκή»] … Dictionary of Greek
βόσκω — (AM βόσκω) Ι. 1. οδηγώ ζώα στη βοσκή και τα επιτηρώ 2. (για ζώα) τρώω χορτάρι, τρέφομαι 3. (γενικά) τρώω, τρέφομαι 4. διατρέφω, συντηρώ νεοελλ. 1. περιφέρομαι άσκοπα («πού βόσκεις;») 2. αφαιρούμαι, χαζεύω («πού βόσκει ο νους σου;») ΙΙ. βόσκομαι… … Dictionary of Greek
ευβοσία — εὐβοσία, ἡ (Α) 1. η καλή βοσκή («ἡ χώρα ἔχει πολλὴν εὐβοσίαν», Αριστοτ.) 2. αποδοτική καλλιέργεια 3. καλή φυσική κατάσταση («εὐβοσία τοῡ σώματος», Αριστοτ.) 4. αφθονία 5. ως κύριο όν. Ευβοσία θεότητα που λατρευόταν στη Μικρά Ασία. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
gʷou- — gʷou English meaning: cattle Deutsche Übersetzung: “Rind” Grammatical information: m. f. nom. sg. gʷōus , gen. gʷous (and gʷou̯ os?), acc. gʷōm, loc. gʷou̯ i Material: O.Ind. gáuḥ m. f. “rother, cattle” (= Av. güuš ds.), gen … Proto-Indo-European etymological dictionary