Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βάσσαρος

См. также в других словарях:

  • βάσσαρος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάτταρος — βάσσαρος , βάσσαρος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασσάρου — βάσσαρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βασσάρων — βάσσαρος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάσσαρε — βάσσαρος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαττάρωι — βασσάρῳ , βάσσαρος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βάτταρον — βάσσαρον , βάσσαρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»