-
1 βάμματα
βάμμαthat in which a thing is dipped: neut nom /voc /acc pl -
2 ῥέγμα
ῥέγμα, τό, das Gefärbte; ποικίλα ῥέγματα, Ibyc. 48 b. E. M. 703, 32; VLL. erkl. βάμματα.
-
3 βαμμα
- ατος τό1) красящее вещество, краситель, краска(χρώματα καὴ βάμματα Plut.)
2) крашеная ткань Plat.3) окраска, цвет(β. λευκώματος Arst.)
-
4 γείτη
γείτη· βάμματα ἐξ ἐρίων, Hsch. -
5 γέλγη
Grammatical information: n. pl.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: No etymology. Hardly to γέλγις.Page in Frisk: 1,295Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γέλγη
См. также в других словарях:
βάμματα — βάμμα that in which a thing is dipped neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
OXYBAPHUM — Graece ὀξύβαφον, item ἐμβάφιον, vas embammati continendo inserviens, acetarium vas. Et quidem intersicca condimenta, praecipuum locum obtinebant sales; in liquidis acetum et oleum, quae proprie βάμματα et embammata, et varia mixturâ γαρέλαιον,… … Hofmann J. Lexicon universale
κόσμημα — Στοιχείο διακόσμησης που χρησιμοποιείται για να προσθέσει κάλλος και κομψότητα, χωρίς να παρουσιάζει ιδιαίτερα πρακτική χρησιμότητα. εθνολογία και λαϊκός πολιτισμός. Το κ. αποτελεί στοιχείο που προστίθεται για να διακοσμήσει τα εργαλεία, τα σκεύη … Dictionary of Greek
μοσχοκάρυδο — Σπέρμα του καρπού της μυριστικής της ευώδους (οικογένεια μυριστικίδων, δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τις Μολούκες νήσους και καλλιεργείται σε διάφορες τροπικές χώρες. Αποτελεί δέντρο εύοσμο σε κάθε τμήμα του. Τα μ. είναι ογκώδη, ωοειδή… … Dictionary of Greek
φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση … Dictionary of Greek