-
1 bòlto
bòlto Grammatical information: n. o Accent paradigm: a Proto-Slavic meaning: `swamp'Page in Trubačev: II 179-182Old Church Slavic:Russian:bolóto `swamp' [n o]Czech:bláto `mud' [n o]Polish:Slovincian:blùo̯to `swamp' [n o]Upper Sorbian:bɫóto `mud' [n o]Serbo-Croatian:blȁto `mud, swampy terrain' [n o];Čak. blȁto (Vrgada) `mud, swampy terrain' [n o];Čak. blȁto (Orbanići) `mud, dirt' [n o]Slovene:blátọ `mud, swamp' [n o]Bulgarian:bláto `mud, swamp' [n o]Proto-Balto-Slavic reconstruction: bolʔtoLithuanian:báltas `white' [adj o] 3;balà `swamp' [f ā] 3Latvian:bal̃ts `white' [adj o]Old Prussian:Page in Pokorny: 118Comments: Both formally and semantically, *bòlto may derive from PIE *bʰelH- `white', cf. Pl. dial. biel, bielaw, Bel. bel' `swampy meadow' (ESSJa II: 180). PSl. *bolto is sometimes considered an "Illyrian" substratum word. In this connection not only the above-mentioned forms from the Balkan peninsula are adduced, but also Romance forms such as Lomb. palta, Piém. pauta.Other cognates:Alb. baltë `mud, swamp' [f];Rum. baltă `mud, swamp' [f] \{2\}Notes:\{1\} Cf. also the Rythabalt meadow and the placename Peusebalten. Namuynbalt is the equivalent of Namoyumpelk ( pelk `swamp').
См. также в других словарях:
βάλτος — ο το έλος, το τέλμα: Ο βάλτος είναι γεμάτος κουνούπια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βαλτός — ή, ό αυτός που ενεργεί σύμφωνα με υπόδειξη ή παρακίνηση τρίτων με κάποιον ύποπτο ή δόλιο σκοπό: Αυτός που τον σκότωσε ήταν βαλτός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βάλτος — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 14 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκασίου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 45 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του… … Dictionary of Greek
βαλτός — Ονομασία τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 950 μ., 14 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαβρύτων του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκασίου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 45 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μιραμπέλλου του… … Dictionary of Greek
Μεγάλος Βάλτος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 540 μ., 457 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σικυωνίων … Dictionary of Greek
Μικρός Βάλτος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 510 μ., 359 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού, 40 χλμ. Δ της πόλης της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σικυωνίων … Dictionary of Greek
βαλτώνω — [βάλτος] 1. (για περιοχές) μεταβάλλομαι σε βάλτο 2. βυθίζομαι σε βάλτο ή λάσπη 3. βυθίζομαι, βουλιάζω («βάλτωσε στα χρέη» είναι καταχρεωμένος) … Dictionary of Greek
Ori Valtou — p1f1p5 Valtos (Βάλτος) / Ori Valtou (Όρη Βάλτου) Höchster Gipfel Berg Pyramida oder Gavrovo (Γαβρόβο) (1.782 m) Lage Griechenland: Thessalien, Epirus und Westgriechenland … Deutsch Wikipedia
λάταξ — η (Α λάταξ, αγος) νεοελλ. ζωολ. είδος μεγάλων σαρκοφάγων υδρόβιων θηλαστικών με ωραίο τρίχωμα, στα οποία υπάγονται οι ενυδρίδες αρχ. 1. στον πληθ. αἱ λάταγες (στο παιχνίδι τού κοττάβου) οι λίγες σταγόνες τού κρασιού που απέμεναν στον πυθμένα τού… … Dictionary of Greek
Phrygian language — Infobox Language name = Phrygian region = Central Asia Minor extinct = Fifth century familycolor = Indo European iso2=ine iso3=xpgThe Phrygian language was the Indo European language of the Phrygians, a people from Thrace who later migrated to… … Wikipedia
Delfi (Gemeinde) — Gemeinde Delfi Δήμος Δελφών (Δελφοί) … Deutsch Wikipedia