-
1 βύας
A eagle-owl, Strix bubo, Arist.HA 592b9 (v.l. βρύας) βύας ἔβυξε an owl hooted, D.C.56.29, 72.24. (Onomatop.) -
2 βύας
βύᾱς, βύαςeagle-owl: masc acc plβύᾱς, βύαςeagle-owl: masc nom sg (epic doric aeolic) -
3 βύαι
βύαςeagle-owl: masc nom /voc plβύᾱͅ, βύαςeagle-owl: masc dat sg (doric aeolic) -
4 βύω
βύαςeagle-owl: masc gen sg (attic epic ionic)βύ̱ω, βύωstuff: pres subj act 1st sgβύ̱ω, βύωstuff: pres ind act 1st sg -
5 βύᾱς
βύᾱςGrammatical information: m.Meaning: `eagle-owl, Strix bubo' (Arist.).Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]Etymology: From the imitation βῦ after the nouns in auf -ᾱς (Schwyzer 461, Chantr. Form. 27f., 30). Elementary sound-imitation: Arm. bu `owl' (= Georg. bu), NPers. būm `id.', Lat. būbō, Bulg. buh. See Pok. 97f., Schrader-Nehring Reallex. 2, 216. André, Oiseaux 45. Cf. βύκτης.Page in Frisk: 1,275Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βύᾱς
-
6 βυών
-
7 βυῶν
-
8 βρύας
-
9 βύζω
------------------------------------βύζω (B), -
10 βῦζα
-
11 βοάω
Grammatical information: v.Meaning: `cry' (Il.).Derivatives: βοητύς `crying' (α 369), βόᾱμα, βόημα `id.' (A.); βοητής (Hp., fem. βοᾶτις ( αὑδά) `loud' (A.).Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]Etymology: Prob. rather a deverb.like ποτάομαι with βοή postverbal (Schwyzer 683) - At best possible a relation with Skt. intensive jóguve `speak loudly' and Balto-Slavic, e. g. Lith. gaudžiù, gaũsti `cry, weep', OCS govorъ `noise', but these may as well belong to γοάω. Rather largely onomat.; cf. bū s. βύας. - Lat. boō, boāre is a Greek loan. - βοηθέω, βωστρέω s.vv.Page in Frisk: 1,247-248Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βοάω
-
12 σκολόπαξ
σκολόπαξ, - ακοςGrammatical information: m.Meaning: name of a bird, which is usually identified wit ἀσκαλώπας (- πᾶς?) m. (Arist.) and explained as `woodcock, Scolopax rusticola'; cf. Thompson Birds s. vv.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: To σκόλοψ `pole' (referring to the long beak of the snipe), either as cognate with it or folk-etymolog. adapted to it. With the anlaut and auslaut cf. e.g. ἀσπάλαξ beside σπάλαξ (Chantraine Form. 378); ἀσκαλώπας (- πᾶς?) like κελαινώπας (S. in lyr.), βύας, ἀτταγᾶς; the stemvowel after σκάλλω. -- Furnée 344 identifies the word with ἀσκαλωπ- and concludes that it was Pre-Greek. Anyhow the word looks Pre-Greek.Page in Frisk: 2,735Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σκολόπαξ
См. также в других словарях:
βύας — ο (Α βύας) νυκτόβιο αρπακτικό, το μεγαλύτερο στην οικογένεια των γλαυκιδών, ο μπούφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για ονοματοποιημένο τύπο. Ανάγεται σε ινδοευρ. *b (e) u , bh (e) u , ηχομιμητικό στοιχείο (πρβλ. αρμ. bu «κουκουβάγια») περσ. būm, λατ. būbo … Dictionary of Greek
βύας — βύᾱς , βύας eagle owl masc acc pl βύᾱς , βύας eagle owl masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύας ο μέγας — Γένος πτηνών της οικογένειας των γλαυκιδών, με την κοινή (και πιο διαδεδομένη) ονομασία μπούφος. Ονομάζεται μέγας γιατί είναι το μεγαλύτερο νυκτόβιο πτηνό (φτάνει τα 50 70 εκ.). Το χρώμα του είναι καστανό, πιο βαθύ στη ράχη και πιο ανοιχτό στην… … Dictionary of Greek
Βύας, Δημήτριος — (; – 1854). Αγωνιστής του 1821 από την Ήπειρο. Έζησε στη Θήβα και στην Αθήνα, όπου τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης (1824) έγινε γραμματέας της Διοίκησης Αθηνών … Dictionary of Greek
βύαι — βύας eagle owl masc nom/voc pl βύᾱͅ , βύας eagle owl masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βυῶν — βύας eagle owl masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βύω — βύας eagle owl masc gen sg (attic epic ionic) βύ̱ω , βύω stuff pres subj act 1st sg βύ̱ω , βύω stuff pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μπούφος — Κοινή ονομασία διάφορων νυκτόβιων αρπακτικών πουλιών της οικογένειας των γλαυκόμορφων. Τα πουλιά αυτά έχουν κεφάλι χοντρό, μάτια μεγάλα μετωπικά, ισχυρό γαμψό ράμφος, πόδια με γαμψά νύχια και φτέρωμα πυκνό και απαλό. Ο κοινός μ. (asio otus) έχει… … Dictionary of Greek
βοή — και βουή, η (AM βοή, Α και βοά, δωρ. τ.) 1. δυνατή φωνή, δυνατός ήχος 2. κραυγή, ιδίως θρηνητική 3. συγκεχυμένος θόρυβος 4. υπόκωφος, βαρύς ήχος 5. ο ήχος των κυμάτων νεοελλ. 1. βόμβος, βούισμα 2. δυσφήμηση 3. (σε κατάρα) ξαφνικό κακό αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
βύκτης — βύκτης, ο (Α) 1. φρ. «ἄνεμοι βύκται» άνεμοι που βουίζουν 2. ως ουσ. θυελλώδης άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Εάν γίνει αποδεκτή η αρχαία σημ. «αυτός που φυσά, που βουίζει», τότε η λ. βύκτης συνδέεται με τη γλώσσα του Ησυχίου «βεβυκώσθαι (ή βεβηκώσθαι)… … Dictionary of Greek
γούβι — το ονομασία τού πουλιού βύας, μπούφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γούβος < ιταλ. gufo «μπούφος»] … Dictionary of Greek