Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βόϑρου

См. также в других словарях:

  • βόθρου — βόθρος hole masc gen sg βοθρόω pitting pres imperat act 2nd sg βοθρόω pitting imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • MUTILANDI occisos mos — Veteribus usitatus, memoratur Lycophroni Cassandrâ, Πάντας δ᾿ ἀνάγνοις χερσὶν εν ναῷ κτενεῖ, Λώβαισιν αἰκιςθέντας ὀγκαίου βόθρου. Omnesque cruda caedet in sacris manis Cereris favissis saucios crudeliter. Uti Scaliger reddit; Meursius mavult… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εκστρέφω — (AM ἐκστρέφω) 1. στρέφω προς τα έξω, ανασπώ, ξεριζώνω («ἄνεμος βόθρου τ ἐξέστρεψε (δένδρον)» ο άνεμος ξερίζωσε το δέντρο από τον λάκκο του, Ιλ. Ρ.) 2. στρέφω το μέσα έξω, γυρίζω ανάποδα, αναποδογυρίζω 3. μτφ. μεταστρέφω, αλλάζω εντελώς… …   Dictionary of Greek

  • κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει …   Dictionary of Greek

  • κάλλαιο(ν) — το (AM κάλλαιον) νεοελλ. ανατ. έπαρμα τού ηθμοειδούς οστού, στο μέσον τού πρόσθιου κρανιακού βόθρου, πάνω στο οποίο προσφύεται η σκληρή μήνιγγα μσν. αρχ. 1. η σαρκώδης απόφυση τής κορυφής τού κεφαλιού τού πετεινού, λειρί, λοφίο 2. το σαρκώδες… …   Dictionary of Greek

  • οπτικός — ή, ό (ΑΜ ὀπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική α) φυσ. κλάδος τής… …   Dictionary of Greek

  • προεμβάλλω — ΜΑ [ἐμβάλλω] 1. εμβάλλω, ρίχνω ή τοποθετώ προηγουμένως κάτι μέσα σε κάτι άλλο (α. «προεμβάλλει τε εἰς τὴν ὀπὴν τοὺς πόδας», Παυσ. β. «προεμβάλλουσι λίθον εἰς τὸν πυθμένα τοῡ βόθρου», Γεωπ.) 2. προνοώ ώστε κάτι να τοποθετηθεί ανάμεσα σε άλλα αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • υδρόρροια — η / ὑδρόρροια, ΝΜΑ [υδρορόος] νεοελλ. ιατρ. άφθονη εκροή υδαρούς υγρού από μια κοιλότητα τού σώματος, όπως λ.χ. εγκεφαλονωτιαίου υγρού από τη μύτη ή από το αφτί σε κατάγματα τού πρόσθιου ή τού μέσου κρανιακού βόθρου, αντίστοιχα, ή αμνιακού υγρού… …   Dictionary of Greek

  • υπερακάνθιος — α, ο, Ν φρ. α) «υπερακάνθιος μυς» ανατ. μυς τού ώμου που εκφύεται από τα έσω δύο τρίτα τού υπερακάνθιου βόθρου τής ωμοπλάτης και καταφύεται κυρίως στο μείζον βραχιόνιο όγκωμα β) «υπερακάνθιος βόθρος» ανατ. κοίλανση τής οπίσθιας επιφάνειας που… …   Dictionary of Greek

  • χίασμα — το, ΝΜΑ, και ιων. τ. χίεσμα Α [χιάζω (Ι)] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χιάζω 2. υποστήριγμα που αποτελείται από δύο ξύλα συναρμοσμένα σε σχήμα Χ 3. (γενικά) διασταύρωση δύο πραγμάτων σε σχήμα Χ νεοελλ. 1. το σημείο Χ, με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ζυγωματικό τόξο — Το οστέινο τόξο το οποίο σχηματίζεται από τη συνένωση της ζυγωματικής απόφυσης του κροταφικού οστού με την κροταφική απόφυση του ζυγωματικού οστού και αποτελεί το εξωτερικό τοίχωμα του κροταφικού βόθρου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»