-
1 βόθρου
βόθροςhole: masc gen sgβοθρόωpitting: pres imperat act 2nd sgβοθρόωpitting: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 ἀπο-χάζομαι
ἀπο-χάζομαι (s. χάζομαι). dep. med., sich von etwas zurückziehen, βόϑρου Od. 11, 95; das act. Hesych.
-
3 ἐκ-στρέφω
ἐκ-στρέφω, herausdrehen, -kehren; Ar. Plut. 721; δένδρον βόϑρου, einen Baum aus der Grube, in die er gepflanzt ist, reißen, Il. 17, 58; übertr., τρόπους Ar. Nubb. 88, nach Schol. μετέβαλε, umkehren, wie ein Kleid, also gänzlich ändern; τοὺς ἱππέας 554, verdrehen, verderben.
-
4 εκστρεφω
1) выворачивать, выдергивать(δένδρον βόθρου Hom.)
2) выворачивать наружу(τὰ βλέφαρα Arph.)
τοῖς ποσὴν ἐξεστραμμένοις πορεύεσθαι Arst. — ходить, выворачивая ноги в стороны3) перен. выворачивать наизнанку, совершенно изменять, извращать(τοὺς τρόπους Arph.)
-
5 βόθρος
-ου + ὁ N 2 0-2-11-6-3=22 Jos 8,29; 1 Sm 13,6; Ez 26,20(bis); 31,14pit, trench 1 Sm 13,6*Jos 8,29 εἰς τὸν βόθρον into the pit-אל־פחת for MT אל־פתח at the entrance, cpr. Zech 3,9; *Am 9,7 ἐκ βόθρου from a ditch-מקור for MT מקיר from KirCf. LIPIÑSKI 1970, 28-29 -
6 клоачный
επ.1. του υπόνομου, του βόθρου.2. ουσ. πλθ. -ые τα μονοτρήματα θηλαστικά. -
7 βόθρος
βόθρ-ος, ὁ,A hole, trench, or pit dug in the ground,βόθρον ὀρύξαι Od. 10.517
; βόθρου τ' ἐξέστρεψε [τὴν ἐλαίαν] Il.17.58; trough, Od.6.92: generally, hollow, X.An.4.5.6; grave, IG14.238 ([place name] Aerae); ritual pit for offerings toὑποχθόνιοι θεοί, β. καὶ μέγαρα Porph.Antr.6
. -
8 ἀποχάζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποχάζομαι
-
9 ἐκστρέφω
A turn out of, βόθρου τ' ἐξέστρεψε [δένδρον] rooted up a tree from the trench it stood in, Il.17.58.II turn inside out,τὰ βλέφαρα Ar.Pl. 721
: metaph., change or alter entirely,τοὺς τρόπους Id.Nu.88
; τοὺς ἡμετέρους Ἱππέας ib. 554 :—[voice] Pass., ποσὶν ἐξεστραμμένοις πορευόμενοι with feet turned outwards, Arist.Phgn. 813a14 ; to be distorted, Gal.7.27.2 metaph. in [tense] pf. part. [voice] Pass., γενεὰ ἐξεστραμμένη perverse generation, LXXDe.32.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκστρέφω
-
10 ὑπερβλύζω
A bubble or gush over, overflow,χολὴ ὑπερβλύσασα Hp. Ep.23
, cf. Q.S.5.324;τὸ -ύζον τοῦ νάματος Ph.1.174
;ἐκ πηγῆς D.Chr.12.70
;τοῦ βόθρου Philostr.VA3.14
; τῆς φιάλης ib.25: metaph. of wine-drinkers, Ph.2.478 (prob. cj.): c. acc.,φλέβες ὑ. αἷμα Q.S.11.192
;ἔλαιον ὑ. τὸ κιβώτιον Procop.Aed.1.7
: c. dat.,τὰ θεῖα ὑ. τοῖς ἀγαθοῖς Herm. in Phdr.p.170A.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερβλύζω
-
11 ἀποχάζομαι
ἀπο-χάζομαι: withdraw from; βόθρου, Od. 11.95†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀποχάζομαι
-
12 ἐκστρέφω
ἐκ-στρέφω, aor. ἐξέστρεψε: twist or wrench out of; ἔρνος βόθρου, Il. 17.58†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐκστρέφω
-
13 ἐκστρέφω
ἐκ-στρέφω, herausdrehen, -; δένδρον βόϑρου, einen Baum aus der Grube, in die er gepflanzt ist, reißen; übertr., τρόπους, umkehren, wie ein Kleid, also gänzlich ändern; τοὺς ἱππέας, verdrehen, verderben
См. также в других словарях:
βόθρου — βόθρος hole masc gen sg βοθρόω pitting pres imperat act 2nd sg βοθρόω pitting imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MUTILANDI occisos mos — Veteribus usitatus, memoratur Lycophroni Cassandrâ, Πάντας δ᾿ ἀνάγνοις χερσὶν εν ναῷ κτενεῖ, Λώβαισιν αἰκιςθέντας ὀγκαίου βόθρου. Omnesque cruda caedet in sacris manis Cereris favissis saucios crudeliter. Uti Scaliger reddit; Meursius mavult… … Hofmann J. Lexicon universale
εκστρέφω — (AM ἐκστρέφω) 1. στρέφω προς τα έξω, ανασπώ, ξεριζώνω («ἄνεμος βόθρου τ ἐξέστρεψε (δένδρον)» ο άνεμος ξερίζωσε το δέντρο από τον λάκκο του, Ιλ. Ρ.) 2. στρέφω το μέσα έξω, γυρίζω ανάποδα, αναποδογυρίζω 3. μτφ. μεταστρέφω, αλλάζω εντελώς… … Dictionary of Greek
κάλαμος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του ποταμού Μαιάνδρου και φίλος μίας των Ωρών και του Καρπού, γιου του Ζέφυρου. Όταν κάποια μέρα, ενώ κολυμπούσαν και οι τρεις στα νερά του Μαιάνδρου, ο Καρπός πνίγηκε, ο Κ. ζήτησε από τον πατέρα του vα ακολουθήσει … Dictionary of Greek
κάλλαιο(ν) — το (AM κάλλαιον) νεοελλ. ανατ. έπαρμα τού ηθμοειδούς οστού, στο μέσον τού πρόσθιου κρανιακού βόθρου, πάνω στο οποίο προσφύεται η σκληρή μήνιγγα μσν. αρχ. 1. η σαρκώδης απόφυση τής κορυφής τού κεφαλιού τού πετεινού, λειρί, λοφίο 2. το σαρκώδες… … Dictionary of Greek
οπτικός — ή, ό (ΑΜ ὀπτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην όραση (α. «οπτικό πεδίο» β. «ὀπτικαὶ ἀποδείξεις», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον οφθαλμό ως όργανο τής όρασης 2. το θηλ. ως ουσ. η οπτική α) φυσ. κλάδος τής… … Dictionary of Greek
προεμβάλλω — ΜΑ [ἐμβάλλω] 1. εμβάλλω, ρίχνω ή τοποθετώ προηγουμένως κάτι μέσα σε κάτι άλλο (α. «προεμβάλλει τε εἰς τὴν ὀπὴν τοὺς πόδας», Παυσ. β. «προεμβάλλουσι λίθον εἰς τὸν πυθμένα τοῡ βόθρου», Γεωπ.) 2. προνοώ ώστε κάτι να τοποθετηθεί ανάμεσα σε άλλα αρχ.… … Dictionary of Greek
υδρόρροια — η / ὑδρόρροια, ΝΜΑ [υδρορόος] νεοελλ. ιατρ. άφθονη εκροή υδαρούς υγρού από μια κοιλότητα τού σώματος, όπως λ.χ. εγκεφαλονωτιαίου υγρού από τη μύτη ή από το αφτί σε κατάγματα τού πρόσθιου ή τού μέσου κρανιακού βόθρου, αντίστοιχα, ή αμνιακού υγρού… … Dictionary of Greek
υπερακάνθιος — α, ο, Ν φρ. α) «υπερακάνθιος μυς» ανατ. μυς τού ώμου που εκφύεται από τα έσω δύο τρίτα τού υπερακάνθιου βόθρου τής ωμοπλάτης και καταφύεται κυρίως στο μείζον βραχιόνιο όγκωμα β) «υπερακάνθιος βόθρος» ανατ. κοίλανση τής οπίσθιας επιφάνειας που… … Dictionary of Greek
χίασμα — το, ΝΜΑ, και ιων. τ. χίεσμα Α [χιάζω (Ι)] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χιάζω 2. υποστήριγμα που αποτελείται από δύο ξύλα συναρμοσμένα σε σχήμα Χ 3. (γενικά) διασταύρωση δύο πραγμάτων σε σχήμα Χ νεοελλ. 1. το σημείο Χ, με το οποίο… … Dictionary of Greek
ζυγωματικό τόξο — Το οστέινο τόξο το οποίο σχηματίζεται από τη συνένωση της ζυγωματικής απόφυσης του κροταφικού οστού με την κροταφική απόφυση του ζυγωματικού οστού και αποτελεί το εξωτερικό τοίχωμα του κροταφικού βόθρου … Dictionary of Greek