-
1 βυρσο-τενής
βυρσο-τενής, ές, mit Leder überspannt, τύμπανα Eur. Hel. 1367.
-
2 βυρσοτενής
βυρσο-τενής, ές,A = βυρσότονος, τύμπανα E.Hel. 1347 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βυρσοτενής
-
3 βυρσοτενής
-
4 βυρσοτενης
См. также в других словарях:
τείνω — ΝΜΑ 1. τεντώνω (α. «τείνω το τόξο» β. «ὅρα μὴ κατὰ τὴν παροιμίαν ἀπορρήξωμεν πάνυ τείνουσαι τὸ καλώδιον», λουκιαν.) 2. φέρω προς τα εμπρός, προτείνω, προβάλλω (α. «τείνω την κεφαλή» β. «τείνω την χείρα» γ. «ἀσπίδα τείνας», Ανθ. Παλ. δ. «χεῑρας… … Dictionary of Greek