Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

βυρσοτενής

См. также в других словарях:

  • βυρσοτενής — βυρσοτενής, ές (Α) φρ. «βυρσοτενῆ τύμπανα» τα τύμπανα που έχουν επάνω τους τεντωμένο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + τενής < τείνω] …   Dictionary of Greek

  • βυρσοτενῆ — βυρσοτενής neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βυρσοτενής masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βυρσοτενής masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυρσότονον — βυρσότονος with skin stretched over it masc/fem acc sg βυρσότονος with skin stretched over it neut nom/voc/acc sg βυρσοτενής masc/fem acc sg βυρσοτενής neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βυρσότονος — βυρσότονος, ον (Α) 1. ο βυρσοτενής 2. φρ. «βυρσότονον κύκλωμα» το τύμπανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < βύρσα + τονος < τείνω] …   Dictionary of Greek

  • βύρσα — η (AM βύρσα) νεοελλ. χοντρό, κατεργασμένο δέρμα για περικάλυψη μηχανημάτων ή εξαρτημάτων που υφίστανται μεγάλη τριβή (αρχ. μσν.) δέρμα γδαρμένου ζώου αρχ. 1. δέρμα ζωντανού λιονταριού 2. ασκί για κρασί 3. (περιφρονητικά για άνθρωπο) τομάρι,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»