Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

βυρσοπαγῆ

См. также в других словарях:

  • βυρσοπαγῆ — βυρσοπαγής made of hides neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βυρσοπαγής made of hides masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βυρσοπαγής made of hides masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρόπτρο — τὸ / ῥόπτρον, ΝΜΑ βαρύ, κινητό μεταλλικό εξάρτημα, προσαρμοσμένο στο ένα του άκρο στην εξώπορτα τού σπιτιού για το χτύπημα τής εξώθυρας («νῡν δὲ καὶ ῥόπτρων χέρας ἡδέως ἐκκρηνάμεσθα», Ευρ.) αρχ. 1. ραβδί, ρόπαλο με εξόγκωμα στο άνω μέρος («Δίκης… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»