-
1 βρύθακες
A silken tunics, Hsch. [full] βρύκαι· αἱ ἱεραί (leg. βρύκαιναι· ἱεραί ) ([place name] Dorian), Id. [full] βρῡκᾰνάομαι, = βρυχ-, Id. [full] βρυκεδανός· πολυφάγος, οἱ δὲ μακρός, Id. [full] βρυκετός, = βρυγμός, Id. [full] βρύκος· κῆρυξ (cf. βρύοχος) , οἱ δὲ βάρβαρος (cf. βρούχετος) , οἱ δὲ ἀττέλεβος (cf. βροῦκος), Id. [full] βρυκταία, a kind of plant, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρύθακες
-
2 βρύθακες
Grammatical information: ?Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Fur. 187 compares βρυτιγγοί χιτῶνες H., further βρυτίνην βυσσίνην H. Fur. reconstructs a word *βρυθ\/ τ-ος `linen' (or `silk'?). Cf. βύσσος.Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βρύθακες
-
3 βρυτιγγοί
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > βρυτιγγοί
Перевод: с греческого на английский
с английского на греческий- С английского на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский