-
1 βρυχάομαι
Aβρυχ- A.R.4.19
, Max.Tyr. 31.3, D.C.68.24, ([etym.] ἀν-) Pl.Phd. 117d; also ἐβρυχήθην (v. infr.): [dialect] Ep. [tense] pf.βέβρῡχα Od.5.412
, al.: [tense] plpf.ἐβεβρύχει 12.242
:—onomatop. Verb, roar, bellow, prop. of lions, acc. to Hsch. and Ammon.; of a bull,ταῦρος ὣς βρυχώμενος S.Aj. 322
, cf. Ar.Ra. 823; of wild beasts,δεινὸν δ' ἐβρυχῶντο Theoc.25.137
; of the elephant, Plu.Pyrrh.33: in Il. mostly of the death-cry of wounded men,κεῖτο τανυσθείς, βεβρυχώς 13.393
; so βρυχώμενον σπασμοῖσι, of Hercules, S.Tr. 805, cf. 904; βέβρυχα κλαίων ib. 1072;δεινὰ βρυχηθείς Id.OT 1265
; later, of an infant's wail, Men.1004;κλαίων καὶ β. Alciphr.1.35
; also of the roaring of waves,ἀμφὶ δὲ κῦμα βέβρυχεν ῥόθιον Od.5.412
, cf. Il.17.264;ἀμφὶ δὲ πέτρη δεινὸν βεβρύχει Od.12.242
, cf. Aristid.Or.17(15).14; βρυχομένη (as if from βρύχομαι ) is required by the metre in Q.S. 14.484, cf. βρύχεται· μαίνεται, Hsch.; but βρυχῶνται, -ώμενος shd. be read in Hp.Morb.Sacr.1, Luc.DMar.1.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρυχάομαι
-
2 βρυχετός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρυχετός
-
3 βρυχή
-
4 βρυχηδόν
A with gnashing of teeth, AP9.371.II ([etym.] βρυχάομαι) with bellowing, A.R.3.1374, Nonn.D.29.311.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρυχηδόν
-
5 βρυχηθμός
βρῡχ-ηθμός, ὁ,A roaring, of the sea or a river, Arist.Mir. 843a22, Opp.C.4.171 (pl.);λέοντος Max.
Tyr.31.3, cf. Aesop.226.2 ([etym.] βρύχω) gnashing of teeth, lamentation, Men.Epit. 472.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρυχηθμός
-
6 βρύχημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρύχημα
-
7 βρυχητήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρυχητήρ
-
8 βρυχητής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρυχητής
-
9 βρυχητικός
A roaring, bellowing, Tz.ad Lyc.739.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρυχητικός
-
10 βρύθακες
A silken tunics, Hsch. [full] βρύκαι· αἱ ἱεραί (leg. βρύκαιναι· ἱεραί ) ([place name] Dorian), Id. [full] βρῡκᾰνάομαι, = βρυχ-, Id. [full] βρυκεδανός· πολυφάγος, οἱ δὲ μακρός, Id. [full] βρυκετός, = βρυγμός, Id. [full] βρύκος· κῆρυξ (cf. βρύοχος) , οἱ δὲ βάρβαρος (cf. βρούχετος) , οἱ δὲ ἀττέλεβος (cf. βροῦκος), Id. [full] βρυκταία, a kind of plant, Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρύθακες
См. также в других словарях:
μελεδηθμός — μελεδηθμός, ὁ (Α) άσκηση, εξάσκηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μελεδαίνω + κατάλ. ηθμός (πρβλ. βρυχ ηθμός, ορχ ηθμός)] … Dictionary of Greek
μηκηθμός — μηκηθμός, ὁ (Α) η φωνή τών ζώων, ο μηκασμός («διὰ τοῡ μηκηθμοῡ τῆς ὄνου», Γρηγ. Νύσσ.) [ΕΤΥΜΟΛ. < μηκ ῶμαι + επίθημα ηθμός (πρβλ. βρυχ ηθμός)] … Dictionary of Greek
μυκηθμός — ο (ΑΜ μυκηθμός) 1. η φωνή τών βοοειδών, μούγκρισμα, μουκάνισμα («οἱ δὲ βόες... μυκηθμῷ δ ἀπὸ κόπρου ἐπεσσεύοντο», Ομ. Ιλ.) 2. μτφ. υπόκωφη βοή, θόρυβος («ο μυκηθμός τής θάλασσας») αρχ. το βέλασμα τών προβάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυκῶμαι + επίθημα… … Dictionary of Greek